Friday, September 22, 2006

Tobias Hill, The Cryptographer

Αυτό το βιβλίο δε θα το ήξερα καν, κάτω από άλλες περιστάσεις. Αλλά μια κοπελίτσα που ξέρω προετοιμάζεται για εξετάσεις Proficiency και πρέπει να το διαβάσει. Το πήρα κι εγώ να πω τη γνώμη μου ως βιβλιόφιλη που είμαι.
Η ιστορία μας πηγαίνει μερικά χρόνια μπροστά, στο Λονδίνο. Το κυρίαρχο χαρακτηριστικό είναι ότι τα χρήματα έχουν καταργηθεί ως υπόσταση, υπάρχουν μόνο ως ιδέα, ως ηλεκτρονικό αγαθό. Αυτή την ιδέα την είχε και την ανέπτυξε ο John Law, ο πλουσιότερος άνθρωπος του κόσμου, ο Κρυπτογράφος του τίτλου. Είναι ένας κατασκευαστής κώδικα, ΤΟΥ κώδικα, του άσπαστου, του τέλειου.
Απ’την άλλη πλευρά έχουμε την Άννα, μια ανώτερη εφοριακό υπάλληλο που της αναθέτουν να ελέγξει «τα βιβλία» αυτού του πολυεκατομυριούχου. Γιατί το αναθέτουν στην Άννα άραγε; Και τι θα ανακαλύψει;
Έτσι αρχίζει αυτή η ιστορία και τελειώνει ενάμιση χρόνο αργότερα περίπου όπου όλα έχουν αλλάξει για τον κόσμο αλλά και τους ήρωες μας. Αυτό που κάνει εντύπωση σε αυτό το βιβλίο είναι ότι δε φωνάζει, δε διατυμπανίζει, υπαινίσσεται. Η Άννα έχει ένα σωρό ερωτήσεις και λίγες απαντήσεις. Διάβαζα στο οπισθόφυλλο ότι αυτό είναι ένα κομψό θρίλλερ και δεν μπορούσα να καταλάβω γιατί το αποκαλούσαν έτσι όταν εμένα μου φαινόταν σαν μια ιστορία αγάπης απ’την αρχή. Αλλά η λέξη κομψό είναι πράγματι ταιριαστή. Η ηρωίδα αισθάνεται πρωτόγνωρα αισθήματα που δεν ξέρει κι η ίδια πώς να τα χαρακτηρίσει. Ο κόσμος γύρω της όμως αλλάζει και δεν μπορεί να το αγνοήσει. Άσε που τα ερωτήματα που τη βασανίζουν πρέπει κάποτε να απαντηθούν. Είναι πράγματι έρωτας αυτό που νιώθει ή έλκεται από τα πλούτη και τη φήμη αυτού του ανθρώπου; Αυτός πάλι την αγαπάει ή προσπαθεί να διασώσει ό,τι του έχει απομείνει; Και τι ρόλο παίζει η γοητευτική σύζυγος του; Ο δε μέντορας της Άννας που εξακολουθεί να την αγαπάει; Τι γίνεται όταν ο κώδικας καταρρέει; Είναι άραγε όλα τόσο δυσοίωνα όσο είχαν προβλέψει;

Πριν από λίγες εβδομάδες είχα διαβάσει ένα διήγημα στο 9 της Ελευθεροτυπίας που μου είχε αρέσει πολύ. Ένας διαφημιστής προσπαθούσε να βρει μια ιδέα για να προωθήσει την κατάργηση του χρήματος όπως το ξέρουμε και να προωθήσει το πλαστικό χρήμα. Ο διαφημιστής τη βρίσκει την ιδέα και η δεύτερη σελίδα του διηγήματος είναι η αφίσα η ίδια που μας θυμίζει πόσο βρώμικο (κυριολεκτικά) είναι το χρήμα και πόσα χέρια το έχουν αγγίξει. (Αν κάποιος έχει το τεύχος ας με βοηθήσει με το όνομα του συγγραφέα). Αυτό το διήγημα θυμήθηκα διαβάζοντας το μυθιστόρημα.

Σε αυτόν τον πολύ ενδιαφέρον τόπο μπορούμε να βρούμε συγγραφείς να μιλάνε για τα βιβλία τους. Ο Τομπάιας Χιλλ μιλάει για τον Κρυπτογράφο και λέει ότι κυρίως ένα μυθιστόρημα για την εμπιστοσύνη (που σχετίζεται άμεσα με τα χρήματα, αν το καλοσκεφτούμε) και τα μυστικά.

Επίσης έμαθα ότι ο Χιλλ είναι και ποιητής και ακούστε τι τίτλο είχε πριν λίγο καιρό τουλάχιστον: Poet in Residence at London Zoo, κάτι σαν επίσημος ποιητής του Ζωολογικού Κήπου δηλαδή. Εκεί μας λέει ότι πάντα τον συνάρπαζαν τα ποιήματα με ζώα και του άρεσε πολύ η ιδέα είναι ο ποιητής του Ζωολογικού Κήπου. Αυτό συμπεριλάμβανε να δημιουργήσει ένα σαφάρι ποιημάτων, να οργανώσει αναγνώσεις ποιημάτων για παιδιά και ενήλικους και ένα διαγωνισμό ποίησης για είδη υπό εξαφάνιση. Βρε, τι σκέφτονται οι άνθρωποι σε άλλα μέρη…

Αν θέλετε να δείτε με ποιον άλλο συγγραφέα συγγενεύει μπορείτε να πάτε εδώ, να βάλετε το όνομα του και θα δείτε το αποτέλεσμα. Κάντε για τους αγαπημένους σας συγγραφείς, έχει πλάκα.

Διάβασα και το Τριανταφυλλάκι της Τζένιφερ Ντόνελι, εκδόσεις Ωκεανίδα. Πολυσέλιδο μυθιστόρημα με εκνεύρισε με τα διάφορα κλισέ που έβρισκα μέσα. Αγγλία, προηγούμενος αιώνας, εποχή Τζακ του Αντεροβγάλτη, οι εργάτες σε άθλια κατάσταση. Η ηρωίδα καταφέρνει να ξεφύγει να πάει στην Αμερική και να ζήσει το Αμερικάνικο όνειρο. Γίνεται πάμπλουτη με μια απίστευτη ευκολία, την ερωτεύονται επίσης δεξιά κι αριστερά, αν και φτωχή και κουρασμένη είναι πάντα γοητευτική, όλοι οι ήρωες δε έχουν λαμπερά μάτια σε αυτό το βιβλίο άσχετα που οι συμφορές τους βρίσκουν η μια πίσω απ΄’την άλλη. Δεν ξέρω αν φταίει το βιβλίο ή μεγάλωσα εγώ. Κάποτε διάβαζα με μεγάλη χαρά τα βιβλία της Ρόζαμουντ Πίλτσερ (το Ψάχνοντας για Κοχύλια ήταν σούπερ μπεστ σέλερ στις αρχές του ‘90. Τώρα μου φαίνονται τόσο κενά, τόσο επαναλαμβανόμενα. Είναι μια μεγάλη ιστορία πάντως, αν κάποιος θέλει ένα ποιοτικό Άρλεκιν, they are welcome.

Άλλα,άσχετα με τα βιβλία, θέματα: Μια και αρχίσαν τα σχολεία να θυμόμαστε πάντα ότι όλα τα παιδιά είναι διαφορετικά μεταξύ τους. Μια αγαπημένη μου θεωρία για την εκπαίδευση είναι αυτή των Multiple Intelligences (πολλαπλές ευφυΐες). Την ανέπτυξε ο Χάουαρντ Γκάρντνερ και υποστηρίζει ότι δεν υπάρχει μια και μοναδική ευφυΐα η ακαδημαϊκή αλλά πολλές όπως η κινητική, η μουσική, η διαπροσωπική, η γλωσσική, η λογική/μαθηματική και πάει λέγοντας. Δίνει σαν παράδειγμα λοιπόν μια σχολική τάξη όπου ένας μαθητής, ας τον πούμε Ντέιβιντ, έχει μια μπάλα κάτω απ’τα πόδια του και δεν κάθεται στιγμή ακίνητος. Πιο κει, έχουμε μια άλλη κοπελίτσα τη Μπριτ που φτιάχνει το μαλλί και μουρμουρίζει ένα τραγούδι. Η Τζο λίγο πιο πέρα όλο κάτι γράφει που δεν έχει σχέση με το μάθημα και η δασκάλα της εκνευρίζεται και τής λέει να σταματήσει να ονειροπολεί. Ο Μπιλ πάλι είναι σχεδόν σίγουρο ότι θα παρατήσει το σχολείο πριν τα 17, καθόλου μυαλό για γράμματα αυτό το παιδί. Για να μην πούμε για τον Κάρολο που ο μπαμπάς του όλο τον μαλώνει γιατί του αρέσει να ασχολείται με τους σκύλους και τα ποντίκια αντί να διαβάζει για να γίνει παπάς. Ε, αυτή η τάξη υπάρχει σε κάθε σχολείο κι εμένα δουλειά μου είναι όχι να πετύχουν σε κάποιες αμφίβολες εξετάσεις αλλά να τους βγάλω τον πιο καλό τους εαυτό.

(Απεργώ εδώ και πέντε μέρες για τους δικούς μου ρομαντικούς λόγους, επειδή νομίζω ότι δεν έχουμε δικαίωμα να παραπονιόμαστε συνέχεια για τα σχολεία και να μην κάνουμε τίποτε γι αυτό. Αλλά τώρα δε μπορώ άλλο, θέλω να πάω για μάθημα. Θεέ των καλών βιβλίων, κάνε να τελειώσει αυτή η απεργία)

Tuesday, September 12, 2006

Bookcrossing and more

Για το bookcrossing είχα ακούσει από τον πρώτο καιρό της δημιουργίας του. Είχα εγγραφεί μάλιστα χωρίς να έχω ενεργή σχέση. Η ιδέα είναι η εξής: Διαβάζεις ένα βιβλίο που σου αρέσει ή όχι. Το καταγράφεις σε μια βάση δεδομένων στο δίκτυο, του κολλάς μια ετικέτα που εξηγείς τί είναι και το αφήνεις κάπου σε ένα δημόσιο χώρο. Μετά ελπίζεις κάποιος να το βρει, να συνδεθεί κι αυτός με το δίκτυο και να δει ποιος το είχε πριν ή να γράψει τη γνώμη του και ούτω καθεξής. Ο Ron Hornbaker προσπαθώντας να φτιάξει μι πρωτότυπη εφαρμογή υπολογιστών είχε την ιδέα να στήσει ένα σάιτ όπου οι άνθρωποι μπορούν να παρακολουθούν βιβλία που ταξιδεύουν. Το κοινό αγκάλιασε την ιδέα, ρίχτηκαν και μερικά έξυπνα σλόγκαν όπως «make the whole world a library», «books go around, books come around», «generosity is addictive» και αυτό ήταν. Στην αρχή ήταν καμιά εκατοστή άνθρωποι σιγά σιγά τα μέσα το έκαναν ευρύτερα γνωστό, κι εδώ στην Ελλάδα έχουν επίσης γραφτεί άρθρα σε πολλές εφημερίδες και περιοδικά. Σήμερα υπάρχουν περίπου 500.000 μέλη.
Μου είχε φανεί πολύ πρωτότυπη ιδέα αν και δεν μπορούσα να φανταστώ τι είδους άνθρωποι δίναν έτσι ελαφρά τη καρδία τα βιβλία τους. Είχα (και έχω σε μεγάλο βαθμό) μια πολύ κτητική σχέση με τα βιβλία. Μου είναι πολύ δύσκολο να τα αποχωριστώ. Δανείζω με μεγάλη χαρά αλλά ξέρω λεπτομερώς ποιος έχει πoιο βιβλίο μου. Ωστόσο, τα τελευταία δυο χρόνια έχω περάσει σε άλλη φάση, που κι αν δε μου επιστρέψει κάποιος το βιβλίο δε με πειράζει. Είναι θέμα χώρου πια. Όνειρο μου είναι να αποκτήσω κάποτε μέσα στο σπίτι ένα δικό μου δωμάτιο μόνο για τα βιβλία, αλλά που τέτοια πολυτέλεια στα 82 τ.μ.
Πριν μερικές μέρες λοιπόν, μου έστειλε μήνυμα μια bookcrosser από τη Λάρισα και μου είπε ότι οργάνωνε μια συνάντηση. Μαζευτήκαμε έτσι την Κυριακή ανταλλάξαμε μεταξύ μας βιβλία, αφήσαμε και μερικά στο χώρο του καφέ (Starbucks, αν ενδιαφέρεται κανείς, να πάει να δει) και συμφωνήσαμε να το ξανακάνουμε.


Πρέπει να πω ότι ενώ είχα αποφασίσει να δώσω κάποια βιβλία όταν μπήκα στη διαδικασία να διαλέξω ζορίστηκα πολύ. Είχα τρία καλά βιβλία που τα είχα διπλά και τα έδωσα με μεγάλη χαρά αλλά ήθελα και κανένα Αγγλόφωνο. Για κανά μισάωρο κοιτούσα τα βιβλία, πήγαινα από δωμάτιο σε δωμάτιο ο Μάκης με κορόιδευε «αφού δε θα βρεις τι το παλεύεις;» και τελικά ξετρύπωσα μια βλακεία που είχα αγοράσει πριν από χρόνια από ένα book club. Δε μου άρεσε ιδιαίτερα και τα ξεφορτώθηκα Αλλά είναι αυτό το νόημα του bookcrossing; Άλλοι άνθρωποι αγοράζουν σε δυο αντίτυπα τα βιβλία τους για να «απελευθερώσουν» το ένα, αυτό μου φαίνεται λιγότερο οδυνηρό.

Το ωραίο όμως είναι ότι καθώς έψαχνα για ένα βιβλίο θυμόμουν τις ιστορίες των υπόλοιπων. Είναι κι άλλα βιβλία που έχω διαβάσει αλλά δε μου άρεσαν. Δε μου κάνει καρδιά όμως να τα δώσω, για μένα κάτι λένε, συμβολίζουν μια εποχή, μια περίοδο, μου θυμίζουν κάποιους ανθρώπους.

Αυτά με τα βιβλία. Κατά τα άλλα άρχισαν τα μαθήματα γι άλλη μια χρονιά. Οι πρώτες εντυπώσεις καλές απ’το καινούριο μου σχολείο. Είμαι πολύ ενθουσιασμένη φέτος γιατί πρώτη φορά βρίσκομαι σε σχολείο με ενεργό εργαστήριο πληροφορικής και έχω μεγάλα σχέδια.

Σήμερα ήταν μια τρελή μέρα όπου είχα να κάνω πολλές ασχολίες που έπαιρναν από λίγη ώρα η καθεμία. Το πιο ενδιαφέρον, ότι μαγείρεψα δυο πράγματα και μου πέτυχαν και τα δύο. Το ένα μια απλή τυροπιτούλα (έτοιμα φύλλα από τη λαϊκή) και το άλλο η σαλάτα του Αθήναιου (δεν άντεξα και τη δοκίμασα πριν κρυώσει, μούρλια λέμε). Τώρα λίγο blogging για χαλάρωση και ύπνο.

Saturday, September 09, 2006

Βιολογία

Είχα δει όσο ήμουν διακοπές την αναφορά από διάφορους μπλόγκερ στο ηλεκτρονικό ψήφισμα για την ένταξη της διδασκαλίας της θεωρίας της Εξέλιξης στα σχολεία. Είχα αμελήσει να το κάνω μέχρι που σήμερα επισκέφτηκα το σαιτ και ποιος είναι πίσω απ’όλα αυτά; Ο παλιός μου καθηγητής της Βιολογίας ο Θάνος Καψάλης. Μάλιστα Μαρία, τον θυμάσαι;

Ο κος Καψάλης ήταν από τότε δραστήριος άνθρωπος, εκείνη την εποχή τέλειωνε το μεταπτυχιακό του και μας δίδασκε και Χημεία εκτός από Βιολογία. Εγώ με τη Χημεία είχα χωρίσει από την Τρίτη Γυμνασίου, είχαμε μαλώσει άσχημα. Αλλά εκείνη τη χρονιά (δευτέρα Λυκείου) διάβασα και Χημεία και πάνω απ’όλα Βιολογία. Το βιβλίο μου ήταν γεμάτο σημειώσεις και χαρτάκια post it και μελετούσα, είχα και απορίες. Ήταν η έμπνευση μου ο άνθρωπος κι ελπίζω κι εγώ να ακολουθώ το παράδειγμα του στο σχολείο τώρα.

Έχω βρει κι ένα πολύ ωραίο βιβλίο για παιδιά που διηγείται με απλά λόγια και ωραίες εικόνες τη ζωή και το έργο του Δαρβίνου. Το παίρνω στο σχολείο και το διαβάζουμε με τους μαθητές μου. Ο Κάρολος πάλι, πάντα φιγουράρει στα πόστερ με σημαντικούς Άγγλους που φτιάχνουμε. Το βιβλίο λέγεται «Το Δέντρο της Ζωής» είναι του Peter Sis ο οποίος είναι εικονογράφος.

Wednesday, September 06, 2006

Κάρλος Μαρία Ντομίνγκες - Το Χάρτινο Σπίτι

Χθες βράδυ είχαμε καλέσει κάτι φίλους να φάμε και να πιούμε. Τελικά ήρθαν λιγότεροι απ’όσους περιμέναμε κι έτσι σήμερα δε χρειαζόταν ούτε να μαγειρέψω, ούτε να ψωνίσω. Απ’τον υπολογιστή για να γράψω το πρωινό μου ποστ, στον καναπέ για να διαβάσω ένα βιβλιαράκι και μετά ξανά στον υπολογιστή για να ξαναγράψω με ενδιάμεσο διάλειμμα στην κουζίνα για να φάω τα αγαπημένα μου leftovers.

Λοιπόν διάβασα «Το Χάρτινο Σπίτι» του Αργεντινού Κάρλος Μαρία Ντομίνγκες (Εκδόσεις Πατάκη, μετάφραση Λένα Φραγκοπούλου). Είναι ένα βιβλίο μικρό, μια νουβέλα που διαβάζεται σε 2 ώρες το πολύ. Αφορά τους βιβλιόφιλους, τους βιβλιοφάγους και τους συλλέκτες βιβλίων. Τους προειδοποιεί ότι τα βιβλία είναι επικίνδυνα. Η ιστορία αρχίζει με μια καθηγήτρια στην Οξφόρδη που σκοτώνεται από ένα αυτοκίνητο καθώς βαδίζει στο δρόμο διαβάζοντας ένα βιβλίο. Από εκεί ξετυλίγεται ένα παραμύθι που μας φέρνει μέχρι το Μπουένος Άιρες και το Μοντεβιδέο αλλά που είναι μόνο η αφορμή για να μιλήσει για την αγάπη για τα βιβλία. Έχει τόσες ιδέες μέσα για το πώς διαβάζουμε τα βιβλία, πως τα ταξινομούμε, για τους ανθρώπους που τα διαβάζουν μια φορά και δεν τα ξαναπιάνουν καθόλου για τους ανθρώπους που διαβάζουν λίγο και αγοράζουν πολύ και ένα σωρό άλλα ενδιαφέροντα. Σας γράφω ένα που μου άρεσε πολύ. Ανάμεσα στους ανθρώπους του βιβλίου είναι ένας Αργεντινός συλλέκτης βιβλίων που τα διατηρεί σε γυάλινες προθήκες ειδικά κατασκευασμένες για να μην περνάει η σκόνη και τα ζωύφια. Αυτός φυσικά ούτε που διανοείται να γράψει κάτι πάνω στα βιβλία. Ένας άλλος φίλος του, όμως για τον οποίο τα βιβλία γίνονται το πάθος που θα τον καταστρέψει σημειώνει αφειδώς, ακατάσχετα και λέει το εξής: «Γαμάω το κάθε βιβλίο, κι αν δεν αφήσω σημάδι, δεν υπάρχει οργασμός».

Το βιβλίο βρίθει αναφορών σε άλλα βιβλία και συγγραφείς από τη Λατινική Αμερική αλλά και όλο τον κόσμο. Είναι σαν σου δίνει ένα μπούσουλα σαν να σου λέει «Διάβασε κι αυτό». Είναι και σαν ένας περίπατος στο Μπουένος Άιρες.



Με την ευκαιρία να συστήσω και μια Ελληνίδα μεταφράστρια (νομίζω) που ζει στο Μπουένος Άιρες και γράφει για τη ζωή εκεί. Κάθε φορά που διαβάζω τα κείμενα της ζηλεύω αφάνταστα που ζει σε μια ωραία πόλη και ακούει την αγαπημένη γλώσσα κάθε μέρα και σκέφτομαι πώς να είχαν άραγε εξελιχθεί τα πράγματα αν είχα διαλέξει άλλη κατεύθυνση στις σπουδές μου;

Για υπόκρουση ένα γκρουπ Αργεντίνικο, οι Bajo fondo, που παίζει ταγκό «όχι ταγκό τουριστικό αλλά ταγκό αληθινό, κομμάτι ζωντανού του ποταμιού που ενώνει/χωρίζει Αργεντινή και Ουρουγουάη, που μας κάνει μελαγχολικούς, νοσταλγικούς ή απλώς λυπημένους. Που μας κάνει να θέλουμε να χορέψουμε να γελάσουμε ή να κάνουμε έρωτα».

Stuart Macbride – Cold Granite

Σκωτία Δεκέμβριος
Ο αστυνόμος Λόγκαν ΜακΡάι επιστέφει στη δουλειά του μετά από ένα σχεδόν χρόνο αναρρωτικής άδειας. Πέρσι τέτοια εποχή ένας εγκληματίας τον είχε τραυματίσει και θα τον είχε στείλει στο νεκροτομείο να τον αναλάβει η φιλενάδα του η ιατροδικαστής Ίσομπελ ΜακΆλιστερ. Τώρα είναι σχεδόν καλά, παρόλο τον τραυματισμό του δεν πήρε προαγωγή, με την Ίζομπελ τα χαλάσανε και πρέπει να δουλέψει με ένα αντιπαθητικό προϊστάμενο. Πρώτη μέρα στη δουλειά και ανακαλύπτουν το πτώμα ενός τετράχρονου αγοριού σε ένα χαντάκι.

Αυτά είναι τα βασικά του βιβλίου που διάβασα. Κλασσικό αστυνομικό, γραμμένο απ’τη μεριά των (καλών) μπάτσων, διαδραματίζεται στο Αμπερντίν της Σκοτίας που αλλιώς λέγεται και η Γρανιτένια Πόλη, εξ’ου και ο τίτλος του βιβλίου. Τώρα ψάχνοντας λίγο στο ίντερνετ για το Αμπερντίν απεκόμισα αντιφατικές πληροφορίες. Το γραφείο τουρισμού του Αμπερντίν λέει ότι μια βόρεια βιομηχανική πόλη 200.000 κατοίκων περίπου, που αλλιώς λέγεται και Πόλη των λουλουδιών (Flower City) γιατί έχει κερδίσει πάνω από δέκα φορές τον τίτλο σε σχετικό διαγωνισμό. Επίσης δείχνει τα πανέμορφα κάστρα της περιοχής (που προσφέρονται για ρομαντικές αποδράσεις με τιμές από 55 λίρες παρακαλώ) και φυσικά το ουίσκι που ρέει άφθονο.
Το βιβλίο όμως άλλα λέει: σου δίνει την εντύπωση ότι είναι μια πόλη που πάντα βρέχει εκτός από μερικές μέρες που χιονίζει. Τα κτίρια, γρανιτένια τα πιο πολλά γκρίζα και καταθλιπτικά. Τα πάρκα χιονισμένα. Τα σπίτια κρύα. (Με εξαίρεση το σπίτι της πρώην που παρουσιάζεται όμορφο, μοντέρνο και ζεστό).

Σε αυτό το μέρος λοιπόν ο ΜακΡάι προσπαθεί να βρει τον κατά συρροή δολοφόνο παιδιών, ενώ μέσα μπλέκονται και κανά δυο άλλες υποθέσεις που τον μπερδεύουν. Στη δουλειά δεν είναι και πολύ δημοφιλής αλλά έχει σύμμαχο του, τον τοπικό σταρ του Τύπου. Προσπαθεί να βρει τη λύση, αλλά και να συνέλθει απ’τα τραύματα του και να ξεπεράσει την Ίζομπελ. Επίσης κάτι άλλο που έκανε εντύπωση ήταν πόσο πολύ δουλεύουν οι ασυτνομικοί στη Σκωτία. Το είχα αναφέρει ξανά και όταν διάβασα το βιβλίο του W. D. Wingfield, A touch of frost, αλλά πραγματικά αυτοί οι άνθρωποι είναι too overworked. Καμία σχέση με τον ήρωα του Irvine Welsh, στο βιβλίο Filth που είναι ένας άχρηστος τεμπέλης.

Γενικά μου άρεσε αυτό το βιβλίο και η πλοκή με κράτησε ξύπνια μέχρι αργά για τρεις τέσσερις μέρες. Έχει αρκετά κλισέ του είδους μέσα, αλλά πρώτο βιβλίο είναι, θα μάθει ο συγγραφέας. Σίγουρα θαυμάζει τον άλλο Σκωτσέζο συγγραφέα αστυνομικών τον Ίαν Ράνκιν υπάρχει μάλιστα και μια σκηνή στο βιβλίο που ένας ένστολος αστυνομικός διαβάζει το τελευταίο του Ράνκιν, φόρος τιμής σε ένα μεγαλύτερο. Δεν το φτάνει στο ότι ο αστυνόμος Ρέμπους του Ράνκιν είναι πολύ πιο στέρεος σαν ήρωας. Ο MacBride δεν αφιερώνει πολύ χρόνο να μας εξηγήσει για το πώς νιώθει ο ήρωας του, για παράδειγμα ενώ προφανώς είναι ακόμη ερωτευμένος με την Ίζομπελ δεν μας λέει πουθενά γιατί το διέλυσαν. Είναι καλογραμμένο όμως και αστείο.

Ο συγγραφέας έχει και σάιτ όπου έχει βγάλει φωτογραφίες απ’όλα τα μέρη που αναφέρει στο βιβλίο. Λέει ότι τα φωτογράφησε όλα με πολύ κακό καιρό για να θυμίζουν την ατμόσφαιρα του βιβλίου. Όσο σκοτεινή και θλιβερή και αν φαίνεται η πόλη έχει και μερικά καταπληκτικά μέρη όπως αυτό το pub.


Kris Nescott Ένας Επικίνδυνος δρόμος

Γι αυτό το βιβλίο έγραψε πρόσφατα και ο librofilo οπότε σας παραπέμπω εκεί που τα λέει καλύτερα. Κι εμένα μου άρεσε πολύ το βιβλίο, ειδικά το ιστορικό-πολιτικό στοιχείο. Δεν είναι συμβατικό αστυνομικό με την έννοια ότι δεν υπάρχουν φόνοι που προσπαθεί η αστυνομία να εξιχνιάσει. Είναι περισσότερο μια ιστορία όπου δυο διαφορετικοί άνθρωποι ψάχνουν να βρουν πού τέμνονται οι ζωές τους στο παρελθόν. Αυτό που με συγκίνησε έμένα πιο πολύ ήταν αυτό που λέγεται προς το τέλος της ιστορίας ότι δυστυχώς σε κάποιες καταστάσεις η αγάπη δεν είναι αρκετή. Indeed.

Το τέλειωσα χθες, είδα και την ταινία Malcolm X και έδεσε η ιστορία καλύτερα.

Saturday, September 02, 2006

Down on my knees


Θέλω να σας γράψω για μια πολύ ωραία μουσική που ακούω αυτές τις μέρες. Όταν ανακαλύπτω κάτι που μου αρέσει το ακούω ξανα και ξανά μέχρι να το βαρεθώ ή μέχρι να ανακαλύψω κάτι άλλο. Την περασμένη Κυριακή λοιπόν διάβασα στην Κυριακάτικη για μια νεα τραγουδίστρια που λέγεται AYO. Μπορείτε να διαβάσετε όλες τις λεπτομέρειες στο δικτυακό της χώρο. Με λίγα λόγια είναι από πατέρα Νιγηριανό και μάνα τσιγγάνα που βρέθηκαν στη Γερμανία μετανάστες. Αυτό δε θα είχε σημασία αν δεν περνούσε στη μουσική της ένα μείγμα φολκ, σόουλ, ρέγκε. "Το να μην έχεις σπίτι, αυτό είναι ελευθερία για μένα" λέει η ίδια. Κάποια στιγμή βρέθηκε στο Λονδίνο και το αποτέλεσμα είναι έαν CD που λέγεται Joyful. (Παρεπιπτόντως από τη Δευτέρα το ψάχνω στα δισκάδικα και τίποτε, μετά σου λένε να μην κατεβάζεις mp3).
Εμένα μου αρέσει γιατί βγάζει ένα σπαραγμό, ένα λυγμό. Αυτό που σας ανέβασα είναι πολύ παρακλητικό, έχει πέσει στα γόνατα η μικρή και ικετεύει να μη φύγει ο τύπος αλλά αυτός σκυλί μαύρο την παρατάει την κοπέλα την όμορφη. Ου να μου χαθεί...

Το τραγούδι εδώ

Σας χαρίζω και μια υπέροχη αγγελία από την προχθεσινή Ελευθερία, τη μεγαλύτερη επαρχιακή εφημερίδα.

Friday, September 01, 2006

Μια φωτογραφία


Τότε ξυπνούσα πρωί πρωί, χειμώνα καλοκαίρι και σκούπιζα το πεζοδρόμιο γύρω απ’το σπίτι. Το φθινόπωρο που είχε πολλά φύλλα σκούπιζα και το δρόμο, καθάριζα καλά καλά γιατί αλλιώς φυσούσε και μου τα ‘φερνε στην αυλή. Οι γείτονες ξεκινούσαν για τη δουλειά (ο δικός μου άντρας είχε φύγει χαράματα) και μου λέγαν «Πάλι θα φτάσεις μέχρι πέρα Αγγέλα;» Μια μέρα, πέρασε κι ο φωτογράφος ο Τλούπας και μου’πε «Να σε βγάλω μια φωτογραφία;». Μερικές μέρες αργότερα ξαναπέρασε και μου την έφερε. Δε θυμάμαι αν την πλήρωσα η όχι.
Τότε ήμουνα μια χαρά, κατάγερη, έφιανα όλες τις δουλειές μου, ζύμωνα και δυο καρβέλια και τα πήγαινα στο φούρνο. Όταν πήγαινα να τα πάρω το μεσημέρι μέχρι να γυρίσω σπίτι μού έτρωγαν το ένα καρβέλι σχεδόν ολόκληρο, τόσο ζεστό και μυρωδάτο ήταν.

Όταν τέλειωνα τις δουλειές μου έβγαζα τη ρόμπα μου ντυνόμουνα ωραία, έβαζα ασορτί γάντια και καπέλο, τσάντα και παπούτσι κι έβγαινα στην αγορά: Καρκαντός, Σειρινιάν, Φις, Μισδραχής, Αστάρας, Ζιώγας, ….στα καλύτερα μαγαζιά ψώνιζα. Όταν γύριζα το μεσημέρι έλεγα στον άντρα μου, βγήκα στην αγορά Γιώργο, και ποτέ δε μου ΄λεγε όχι. Έκανα πάντα καλό κουμάντο.

Το Σεπτέμβριο, πηγαίναμε πάντα στο παζάρι. Πότε όλοι μαζί με την πεθερά και τα δυο παιδιά, αλλά καμιά φορά και μόνοι μας, ο Γιώργος κι εγώ. Ήταν στο Αλκαζάρ τότε το παζάρι, κι ερχόντουσαν οι έμποροι απ’όλη την Ελλάδα. Αγοράζαμε χαλβά, εγώ αγόραζα κιλότες κι ο Γιώργος κάλτσες.

Τώρα πάνε αυτά, έχω χρόνια να βγω να σκουπίσω το πεζοδρόμιο, που και που βγαίνω να πάω στα παιδιά μου, σχεδόν δε γνωρίζω το δρόμο μας, τόσες πολυκατοικίες που έχουν γίνει. Αλλά στο σπίτι μου εγώ κάνω πάλι κουμάντο και τα φέρνω βόλτα. Όλα τα καλά μου έχω, πρόσφατα άλλαξα και τις στόφες (το ύφασμα ήθελα να το πάρω απ’τον Φις αλλά μου είπαν ότι έκλεισε το μαγαζί, πήρε σύνταξη) και όλα είναι σαν καινούρια. Ο γιούκος γεμάτος με βελέντζες και κουβέρτες.

Τις φωτογραφίες τις έδωσα στα παιδιά μου κι αυτές. Τι να τις κάνω; Να τις κοιτάζω και να με πιάνει σεκλέτι; Τώρα έχω μερικές της εγγονής μου. Είναι ένα παλούκι αυτό το μικρό, μου μοιάζει νομίζω, έξυπνο πολύ έξυπνο.

Το κείμενο το εμπνεύστηκα όταν είδα το τελευταίο μέρος του Hotel Memory και ιδίαιτερα αυτό