Sunday, April 22, 2007

Μετακόμιση

Μετακόμισα εδώ γιατί βαρέθηκα τα templates της Blogger. Από τότε που έγινε New Blogger δε μπορούσα να αλλάξω σχεδόν τίποτε. Άσε που όλα τα templates ήταν βαρετά. 
Θάνο είχες δίκιο, τελικά. 
Από σήμερα Wordpress λοιπόν αν και δεν έχω μεταφέρει ακόμη 
όλους τους συνδέσμους.

Tuesday, April 17, 2007

Κωνσταντίνα Δελημήτρου – Η Ψιλικατζού


Διάβασα αυτό το βιβλίο και ομολογώ ότι με τράβηξε το εξώφυλλο και ο τίτλος. Ήξερα το μπλογκ, το διαβάζω, αλλά δε θα το αγόραζα αν ήταν μόνο ιστορίες από το ημερολόγιο κάποιου. Όχι απλώς δε με απογοήτευσε αλλά με ενθουσίασε. Και τώρα θα το ξανααγοράσω για τις φίλες μου: στη μία γιατί νομίω θα την αγγίξει το θέμα του απιδιού και στην άλλη που ζει στον Καναδά για να δει μια εικόνα της Ελλάδας τρομακτική. Γνώρισα από κοντά τη γλυκύτατη συγγραφέα και διαβάζοντας το βιβλίο, είχα την εντύπωση ότι την είχα εκεί απέναντι μου να μου λέει την ιστορία της.

Το βιβλίο διηγείται δύο παράλληλες ιστορίες αυτή ενός ψιλικατζίδικου και των χαρακτήρων του αλλά και ενός ζευγαριού που προσπαθεί να κάνει παιδί και αυτό αποδεικνύεται πιο δύσκολο απ’όσο είχαν νομίζει στην αρχή.

Και στις δύο αφηγήσεις το βιβλίο είναι συγκινητικό. Το ψιλικατζίδικο είναι πρώτης τάξης μέρος για να συναντηθούν όλοι οι σύγχρονοι τύποι που ζουν σε μια μεγαλούπολη, με τα καλά τους και τα κακά τους: ρατσιστές, ψυχοπονιάρηδες, τσιγκούνηδες και γενναιόδωροι, άντρες καμάκια, γκόμενες, πιτσιρίκια, παππούδες και γιαγιάδες. Και η ψιλικατζού τους ψυχαναλύει όλους δεν κάνει εξαιρέσεις πάντα με χιούμορ και καλή διάθεση αλλά και με τσαμπουκά αν χρειάζεται.

Στα άλλα κεφάλαια είναι πιο εσωστρεφής: είναι μια νέα κοπέλα χωρίς προφανή προβλήματα υγείας με ένα αγαπημένο σύντροφο αλλά κάπου εκεί τα πράγματα αρχίζουν να στραβώνουν γιατί το τρίτο μέρος της εξίσωσης, το μωρό δε λέει να έρθει και η ψιλικατζού μας αρχίζει να βυθίζεται στην κατάθλιψη, να φοβάται και να τρέχει από γιατρό σε γιατρό.

Το βιβλίο συνεχίζεται έτσι και δυστυχώς δεν είναι Αμερικάνικη ταινία για να έχει χάπι έντ. Είναι η ζωή η αληθινή.

Νομίζω ότι ο καθένας θα συγκινηθεί διαφορετικά όπως σε κάθε ιστορία άλλωστε. Το διηγούμουν στη Μαρία τη φιλενάδα μου, με μια παρόμοια ιστορία πίσω της και μου ‘λεγε: «Άννα , δε μπορείς να καταλάβεις τι πόνο πέρασα, ήταν το πρώτο πράγμα που σκεφτόμουν κάθε πρωί και το τελευταίο πριν κοιμηθώ το βράδυ». Είναι μερικές φορές που σηκώνεις τα χέρια ψηλά και δεν ξέρεις τι να πεις. Καλύτερα να μην πεις τίποτε, να αγκαλιάσεις τη φίλη σου και να προσπαθείς να της φέρεις καλή τύχη.

Θα έλεγα ότι γενικά είναι ένα απαισιόδοξο βιβλίο όχι τόσο για το θέμα του παιδιού γιατί σε αυτό διαφαίνεται η ελπίδα, οι ήρωες είναι νέοι και θα τα καταφέρουν. Το πιο απαισιόδοξο είναι η Ελλάδα που παρελαύνει στο ψιλικατζίδικο ( μικρόψυχη σε γενικές γραμμές) αλλά και η ζωή ενός νέου ζευγαριού στη μεγάλη πόλη. Εκεί εγώ στενοχωρήθηκα πάρα πολύ. Τη ζούμε όλοι αυτή τη νέα κατάσταση με τις πολλές ώρες εργασίες και τις μικρές αμοιβές. Νομίζω όμως ότι στην Αθήνα, τον Πειραιά, τις πολύ μεγάλες πόλεις οι αδικίες είναι πιο έντονες. Ειδικά στο κεφάλαιο που περιγράφει τη μεγάλη παρέα και πως σιγά σιγά διαλύεται είναι να κλαις πραγματικά.

Το καλύτερο όμως σας το φύλαξα για το τέλος. Κλείνοντας το βιβλίο, υπάρχει σίγουρα μια πικρία (ίσως και μια ενοχή αν εσένα σου έχουν έρθει όλα πιο εύκολα). Υπάρχει και μια χαρά άγρια όμως, μια γλύκα. Βάσανα, βάσανα και δυσκολίες αλλά όλα θα τα αντιμετωπίσουμε αδερφέ γιατί εδώ υπάρχει ένας έρωτας μεγάλος. Και δεν είναι καθόλου κλισέ αυτό καθόλου μελό. Οι ήρωες της ιστορίας μας αγαπιούνται από έφηβοι και είναι μαζί στα πάνω και στα κάτω. Εδώ πράγματι (και ευτυχώς) υπάρχει κάτι από Αμερικάνικη ταινία γιατί οι ήρωες μας είναι κούκλοι (καρατσεκαρισμένο, σας λέω) και ερωτευμένοι και το παλικάρι το καλό παίρνει το άλογο του (ε, καλά τη μηχανή του) και διασχίζει τη μισή Αθήνα σε χρόνο ντε τε για τα χατίρι της αγάπης τους!

Είναι λίγο περίεργο να γράφεις γνωρίζοντας ότι τα όρια ανάμεσα στους ήρωες ενός βιβλίου και τους αληθινούς ανθρώπους είναι δυσδιάκριτα αλλά είναι και πιο ενδιαφέρον βρε παιδί μου.

Saturday, April 14, 2007

Kurt Vonnegut - Slaughterhouse No 5

Προχθές μετά το σημείωμα που έγραψα εδώ για τον Kurt Vonnegut και επειδή μόλις είχα τελειώσει το άλλο βιβλίο που διάβαζα, έψαξα στα βιβλία μας και το βρήκα το «Σφαγείο Νο 5». Η έκδοση Άθλια πραγματικά, Κάκτος του 1979 όπως βλέπετε και στη φωτό έκανε τότε 40 δραχμές. Μεταφραστικές γκάφες, κακή επιμέλεια ώρες ώρες μοιάζει να μεταφράστηκε κατά λέξη. Τέλοσπαντων όμως, το βιβλίο είναι βιβλίο- σταθμός. Για χρόνια εγώ νόμιζα ότι ήταν επιστημονικής φαντασίας αλλά είναι ένα βιβλίο για τον πόλεμο. Όχι αντιπολεμικό όπως λέει και ο συγγραφέας γιατί οι πόλεμοι δε σταματιούνται με βιβλία δυστυχώς. Μπορεί να έχει μέσα και εξωγήινους και απαγωγή με διαστημόπλοιο αλλά δεν είναι αυτό το θέμα. Το θέμα είναι το παράλογο του πολέμου και τα τραύματα που αφήνει πίσω του. Τόσα που μια ζωή δε φτάνει να τα επουλώσεις.

Για μένα το βιβλίο ήταν μια μικρή αποκάλυψη. Είχα διαβάσει πέρσι το βιβλίο του Joseph Heller “Catch 22” που ήταν επίσης ένα βιβλίο που διαδραματιζόταν στην Ευρώπη στο τέλος του πολέμου. Αυτό το μικρό βιβλιαράκι του Vonnegut είναι το κλειδί για την κατανόηση εκείνου του βιβλίου, Κατά τη γνώμη μου θα’πρεπε να τα πουλάνε μαζί. Διαβάζοντας το, καταλάβαινα τόσα πολλά που είχα χάσει τότε. Και επιπλέον είναι μια καλή εισαγωγή στο ύφος του Heller.

Κάτι άλλο σημαντικό είναι ότι κατάλαβα καλύτερα το άλλο βιβλίο του Vonnegut αυτό με τα δοκίμια. Εκεί μου είχε φανεί ότι λόγω ηλικίας παραληρούσε και πηδούσε από το ένα θέμα στο άλλο χωρίς συνοχή. Όμως με το Σφαγείο μπήκα στο νόημα και είδα ότι αυτό είναι το στυλ του, μια και προσπαθεί να αποδώσει την τεράστια αμηχανία του μπροστά σε όσα γίνονται στον κόσμο μας.

Εν ολίγοις αυτό το βιβλίο ήταν το δεύτερο που διάβαζα στη σειρά για τον πόλεμο. Το προηγούμενο μέσα από τα μάτια ενός παιδιού κι αυτό μέσα από τα μάτια ενός Αμερικανού στρατιώτη που πιάνεται αιχμάλωτος πολέμου. Ίσως είχα στερέψει από δάκρυα ή πάλι ίσως αυτό το βιβλίο δε θέλει να σε κάνει να κλάψεις. Θέλει να σε κάνει να οργιστείς, να φωνάξεις με το παράλογο που σε περικυκλώνει ακόμη και τόσα χρόνια μετά, να σε κάνει να καθίσεις στο πληκτρολόγιο σου και να γράψεις αυτά που σκέφτεσαι.

Markus Zusak - The Book Thief


Πριν λίγο καιρό καθώς περιπλανιόμουν σε βιβλιοφιλικά μπλογκ έπεσα πάνω σε ένα που μιλούσε για τρία τέσσερα βιβλία τα οποία είχα κι εγώ διαβάσει πρόσφατα και μου άρεσαν. Αισθάνθηκα ότι κάτι με ένωνε με τη συγκεκριμένη γυναίκα κι έτσι αποφάσισα να αγοράσω ένα άλλο βιβλίο που πρότεινε και είχε το μαγικό τίτλο «The Book Thief».

Το βιβλίο έφτασε λίγο μετά (ας είναι καλά το Amazon.uk) και ήταν μια έκπληξη από την αρχή. Κατ’αρχήν είναι το πρώτο βιβλίο που διαβάζω με αφηγητή το Θάνατο τον ίδιο. Ηρωίδα όμως είναι μια μικρούλα που χάνει όλη της την οικογένεια στη Γερμανία, λίγο πριν αρχίσει ο πόλεμος και υιοθετείται από μια άλλη οικογένεια σε μια μικρή πόλη κοντά στο Μόναχο. Στην αρχή είναι όλα δύσκολα, η νέα της μαμά είναι το στερεότυπο μιας παχιάς Γερμανίδας που φωνάζει πολύ, βρίζει ασύστολα και μαγειρεύει απαίσια. Οι άνθρωποι όμως βρίσκουν την ευτυχία ακόμη και στη μέση του πολέμου ή ίσως ειδικά εκεί έχουν ανάγκη να τη βρουν.

Το βιβλίο είναι γραμμένο απλά, με μικρές κοφτές προτάσεις γιατί προορίζεται για νεανικό/εφηβικό κοινό. Αυτά που λέει όμως είναι τόσο συγκλονιστικά που δε νομίζω να υπάρχει ενήλικος που θα το διαβάσει και θα μείνει ασυγκίνητος. Μιλάμε για πολύ κλάμα. Στην αρχή ντρεπόμουν λίγο, έλεγα «Μπα σε καλό μου, να
κλαίω έτσι μόνο επειδή ένας άνθρωπος συνδύασε με ένα συγκεκριμένο τρόπο μερικές λέξεις!». Μετά απενοχοποιήθηκα πλήρως και έκλαιγα με την ησυχία μου.

Αυτό που με συγκίνησε πιο πολύ απ’όλα ήταν τα μικρά αυτοσχέδια βιβλιαράκια που φτιάχνει ένα άλλος ήρωας για τη Λίζελ. ¨όπως φαίνεται από τον τίτλο τα βιβλία είναι επίσης σημαντικοί χαρακτήρες εδώ. Είναι τα μόνα αντικείμενα που συνδέουν τη μικρή Λίζελ με το παρελθόν της και είναι αυτά που θα της σώσουν τη ζωή.

Ο συγγραφέας ζει στην Αυστραλία και η ιστορία βασίζεται μάλλον σε κάποιες από τις αφηγήσεις της γιαγιάς του που είχε όντως ζήσει στη Γερμανία κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.

Ελπίζω σύντομα να μεταφραστεί και στα ελληνικά.



Thursday, April 12, 2007

Kurt Vonnegut

Πέθανε ο Kurt Vonnegut και στενοχωρήθηκα πολύ. Είχε πέσει πριν λίγες εβδομάδες και έπαθε κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις και τελικά υπέκυψε. Όλο λέω θα διαβάσω το "Σφαγείο Νο 5" που θεωρείται το αριστούργημα του και όλο το αναβάλλω. Το μόνο βιβλίο του που έχω διαβάσει είναι το τελευταίο του "Άνθρωπος χωρίς πατρίδα", ένα βιβλίο με δοκίμια. Μου άρεσε όμως η φάτσα αυτού του συγγραφέα, αυτή η χαρά της ζωής που έβγαζε.


Άλλα άρθρα σχετικά: New York Times, Βιβλιογραφία.



Sunday, April 08, 2007

ΕΛΕΝΗ ΓΙΑΝΝΑΚΑΚΗ - Τα Χερουβείμ της Μοκέτας


Ένα μυθιστόρημα –μονόλογος που εξελίσσεται στη διάρκεια μιας μέρας. Η αόρατη αφηγήτρια μας μιλάει για μια γυναίκα, γύρω στα 40, παντρεμένη με τρία παιδιά, νοικοκυρά. Από την αρχή του βιβλίου μέχρι το τέλος παρακολουθούμε τις σκέψεις της όπως αυτές τρέχουν, μερικές φορές χωρίς ειρμό πηδώντας από το ένα θέμα στο άλλο, και σιγά σιγά σχηματίζεται το πορτρέτο αυτής της γυναίκας.

Μανιακή με την καθαριότητα, σε βαθμό υστερίας αλλά εκείνη δεν το παραδέχεται, είναι μια γυναίκα άρρωστη σε κάποιο βαθμό, αναρωτιέται και η ίδια αν πάσχει από κατάθλιψη, η μοναδική της ευχαρίστηση και το μοναδικό πράγμα που κάνει για τον εαυτό της είναι το καθάρισμα του μπάνιου και μετά το μπάνιο της μέσα από ια ολόκληρη ιεροτελεστία που σκοπό έχει να την ηρεμήσει ώστε να κοιμηθεί, γιατί πάσχει και από αϋπνία.

Δε θέλω να πω περισσότερα για την υπόθεση γιατί ίσως χαλάσω την έκπληξη σε όσους αποφασίσουν να το διαβάσουν. Αυτό το βιβλίο το διάβασα μετά από τις Νυχτερίδες της Κιτσοπούλου, κι ενώ εκείνο κυλούσε πολύ γρήγορα αυτό στην αρχή με κούρασε. «Μα, έτσι θα το πάει;» έλεγα. Ναι έτσι το πάει και αργά αλλά σταθερά αρχίζεις να μπαίνεις στο μυαλό αυτής της γυναίκας και να βλέπεις διάφορες αποκαλύψεις που δε φανταζόσουνα στην αρχή και μετά εγώ κόλλησα και δεν μπορούσα να το αφήσω το βιβλίο. Ένα θα σας πω, χθες ήταν Μεγάλο Σάββατο και είχα ένα σκασμό δουλειές αλλά στο ενδιάμεσο το έπιανα για λίγο, το κρατούσα ενώ έβραζε η μαγειρίτσα κι ενώ περίμενα να πάει εντεκάμιση η ώρα και να πάμε στην εκκλησία.

Μου άρεσε που κυλάει αργά αλλά νευρωτικά μοιάζει πράγματι με ψυχολογικό θρίλερ που όσο περνάει η ώρα τόσο καταλαβαίνεις πόσο διαταραγμένος είναι ο ήρωας. Κάνει βέβαια κάποιες παρατηρήσεις που τρομάζουν με τη στερεότητα τους όπως αυτά που λέει για το τι θεωρείται νορμάλ στην εποχή μας και για τις σχέσεις με τα παιδιά της, και σε βάζει συνέχεια να αναρωτιέσαι μήπως είμαι κι εγώ σαν κι αυτή και δεν το έχω καταλάβει; (έχω κι εγώ μια μανία με τα βετέξ και μ’ένα ειδικό υγρό καθαρισμού αλλά ευτυχώς το ξεπέρασα τώρα).
Άλλα κείμενα για το βιβλίο:
Δημοσθένης Κούρτοβικ - H λαίδη Mάκβεθ της λάτρας
Ελισάβετ Κοτζιά - Άψογη συνέχεια
Αναγνώστρια - Τα Χερουβείμ της Μοκέτας

Τώρα που γράφω είναι Κυριακή του Πάσχα, πρωί, με ξύπνησε η μυρωδιά της τσίκνας. Εδώ οι άνθρωποι ψήνουν παντού, στα πεζοδρόμια, τις πιλοτές, στα πάρκιν, στις αυλές (όσες έχουν μείνει). Καλημέρα και Χρόνια Πολλά!

ΛΕΝΑ ΚΙΤΣΟΠΟΥΛΟΥ - Νυχτερίδες


Ένα σύντομο βιβλίο με διηγήματα, που διαβάζεται απνευστί σε μια ώρα μέσα και αποτυπώνει ιστορίες της σύγχρονης ζωής μας σε χωριά και πόλεις.
Κρύβουν εκπλήξεις αυτά τα μικρά αφηγήματα που δεν τις λέω για να μην το χαλάσω. Εκεί που λες ότι ξέρεις για ποιο πράγμα μιλάει εκεί σου πετάει μια ανατροπή και σε κάνει να χαμογελάς, να σκας στα γέλια ή να δακρύζεις, ανάλογα. Ειδικά τα κείμενα που σατιρίζουν κάποιους πολύ καθημερινούς τύπους που όλοι γνωρίζουμε αυτά είναι πολύ καλά.
Γενικά όμως αυτό που μου άρεσε είναι ότι αποτυπώνουν μια αμηχανία μπροστά σε σοβαρές στιγμές. Νιώθω ότι την καταλαβαίνω αυτή τη συγγραφέα. Είναι μια κοπέλα σαν κι εμένα περίπου (πιο ξανθιά, πιο αδύνατη) αλλά γεννημένη το 71, θέλει να πει κάτι. Ψάχνει κι αυτή ίσως το μεγάλο θέμα (που ΄λεγε κι ο Μέλβιλ) αλλά εν τω μεταξύ λέει «ας γράψω αυτά τα λίγα γιατί θα σκάσω βρε παιδί μου». Το διήγημα που μου άρεσε πιο πολύ ήταν το «Αθήνα, εννέα Δεκεμβρίου» γιατί αποτύπωσε με μεγάλη ακρίβεια τις εσωτερικές σκέψεις του ήρωα και τα σκαμπανεβάσματα.

Thursday, April 05, 2007

HERMAN MELVILLE - Moby Dick

Στην Αμερική, τη μεγάλη, παράξενη, περήφανη, εργατική, τεμπέλικη, άξεστη, προχωρημένη Αμερική, των μεγάλων αυτοκινήτων και των ψηλών κτιρίων, του γρήγορου φαγητού και της μαύρης μουσικής, της απεργίας και της εκμετάλλευσης, των όπλων και του κινηματογράφου, στην Αμερική λοιπόν φύεται το μεγάλο Αμερικάνικο μυθιστόρημα με σημαντικότερο ίσως εκφραστή του τον Χέρμαν Μέλβιλ. Εκεί στην πατρίδα του, στις Αγγλικές φιλολογίες διδάσκουν Μέλβιλ και Μόμπι Ντικ για ένα ολόκληρο εξάμηνο. Αλλά τι ξέρουν βρε παιδί μου αυτά τα Αμερικανάκια από τέχνη; Και τι βρίσκουν άραγε να λένε για ένα ολόκληρο εξάμηνο για ένα βιβλίο; Εδώ εμείς ένα κομμάτι για το μπλόγκ μας δε μπορούμε να γράψουμε. Αφήνω λοιπόν να τα πει ο Χέρμαν που τα λέει και καλύτερα από μένα:

Για τη συνείδηση:
«Έχει, νομίζω, αυτό που μερικοί στεριανοί το λένε συνείδηση . είναι ένα είδος νευρικού τικ στο πρόσωπο, έτσι λένε – χειρότερο από τον πονόδοντο. Καλά, καλά σύμφωνοι δεν ξέρω τι είναι, αλλά ο Θεός να με φυλάει να μην κολλήσω.»

Για την παράδοση:
(Το κουφάρι της φάλαινας έχει βυθιστεί και δεν είναι επικίνδυνο πια αλλά τα πλοία που περνάνε από κει σημειώνουν την περιοχής το ημερολόγιο ως εξής: Κοπάδια ψαριών, βράχια και ξέρες εδώ γύρω προσοχή!.
Έτσι για ολόκληρα χρόνια μετά είναι ενδεχόμενο τα πλοία να αποφεύγουν παρακάμπτοντας το μέρος αυτό όπως κάνουν τα ανόητα πρόβατα που πηδούν πάνω από κάτι ανύπαρκτο, γιατί ο μπροστάρης τους πήδηξε αυτό το μέρος αρχικά, όταν κάποιο κομμένο κλαδί εμπόδιζε το δρόμο. Ιδού λοιπόν ο εθιμικός μας νόμος, ιδού η χρησιμότητα των παραδόσεων ιδού η ιστορία της αιώνιας επιβίωσης των παμπάλαιων δοξασιών και πεποιθήσεων που δεν είχα ποτέ κάποιο έρεισμα πάνω στη γη και κείνων που δεν κυκλοφορούν ακόμη στον αέρα! Ιδού η ορθοφροσύνη!

Για τους καλούς και τους κακούς
«Σ’αυτόν τον κόσμο συνάδελφοι η αμαρτία που πληρώνει τα ναύλα της μπορεί να ταξιδεύει ελεύθερα και μάλιστα χωρίς διαβατήριο: ενώ η Αρετή, αν είναι άπορη, τη σταματούν σ’όλα τα σύνορα».

Για το πώς μας λείπει ό,τι δεν έχουμε
« γιατί για να χαρείς αληθινά τη ζεστασιά του κορμιού, κάποιο κομματάκι σου πρέπει να κρυώνει, γιατί δεν υπάρχει ιδιότητα σε αυτό τον κόσμο που να μην είναι αυτή που είναι μόνο επειδή υπάρχει και η αντίθετη».

Για τα «μεγάλα μυαλά»
(το φαλαινοθηρικό έχει πιάσει μια φάλαινα την οποία έχει δέσει από τη μια πλευρά του πλοίου Φυσικά γέρνει επικίνδυνα, έτσι πιάνει άλλη μία και τη δένει απ΄την άλλη πλευρά για να ισορροπήσει)
…τώρα από το αντίβαρο που δημιουργούσαν τα δυο κεφάλια είχε ξαναγυρίσει [το πλοίο] στην κανονική του θέση και δεν έγερνε πια. Αν και δικαιολογημένα κανείς θα μπορούσε να πιστέψει πως ήταν έτοιμο κυριολεκτικά να σπάσει. Έτσι λοιπόν όταν σηκώνεις από τη μια πλευρά το κεφάλι του Λοκ, γέρνεις προς το μέρος του. Αν σηκώνεις όμως ταυτόχρονα από την άλλη μεριά το κεφάλι του Κάντ, ξανάρχεσαι στην κανονική θέση. Είσαι όμως σε πολύ άθλια κατάσταση πια. Έτσι λοιπόν μερικά μυαλά ισορροπούν διαρκώς τη βάρκα. Ω ανόητοι, πετάξτε όλα αυτά μεγάλα κεφάλια στη θάλασσα και θα πλέετε τότε ανάλαφρα και σωστά.

Για τον Πλάτωνα
(Ένας νάυτης έχει χωθεί μέσα στο τεράστιο κεφάλι της φάλαινας γεμάτο με λάδι που με τη σειρά του βυθίζεται στο νερό. Ένας άλλος βουτάει και με μια γενναία προσπάθεια τον σώζει από βέβαιο θάνατο).

«Αν πάλι ο Τάστιγκο έχανε τη ζωή του μέσα σε κείνο το κεφάλι, θα ήταν ένας πολύ σπουδαίος θάνατος. Θα πέθαινε πνιγμένος στο πιο άσπρο και νόστιμο ευωδιαστό σπερματσέτο. Θα είχε σαν φέρετρο σα νεκροκρέβατο και σαν τάφο τον κρυφό εσωτερικό θάλαμο τα «άγια των αγίων» της φάλαινας. Μόνο ένα γλυκύτερο τέλος μου’ρχεται στο μυαλό αυτή τη στιγμή – ο απολαυστικός θάνατος ενός μελισσοκόμου στο Οχάιο, που, ψάχνοντας για μέλι στη διχάλα ενός κούφιου δέντρου, βρήκε ένα τόσο μεγάλο απόθεμα, που, σκύβοντας από πάνω πάρα πολύ, τον ρούφηξε εκείνο το μέλι μέσα του με αποτέλεσμα να πεθάνει βαλσαμωμένος. Σκέφτεστε άραγε πόσοι έπεσαν με παρόμοιο τρόπο, μες το κεφάλι του Πλάτωνα που είναι γεμάτο από μέλι, και χάθηκαν εκεί μέσα γλυκά;»

Για την 25η Μαρτίου
«Τα μεσάνυχτα έβραζε το λίπος στα καζάνια κανονικά. Είχαμε ξεφορτωθεί το κουφάρι της φάλαινας, είχαν σηκωθεί τα πανιά και ο άνεμος δυνάμωνε….Το φλεγόμενο πλοίο συνέχιζε την πορεία του, σα να’χε λάβει την απάνθρωπη εντολή να φέρει σε πέρας κάποιο εκδικητικό έργο. Όπως ακριβώς τα μπρίκια του τολμηρού Υδραίου, του Κανάρη – εξορμώντας τα μεσάνυχτα από τα λιμάνι τους, φορτωμένα με κατράμι και θειάφι κι έχοντας φλόγες πελώρια αντί για πανιά, έπεφταν πάνω στις τουρκικές φρεγάτες, τυλίγοντας εκείνα τα πλοία με καταστροφικές φωτιές.

Για τα ζώδια
« ένα Λιοντάρι που βρυχάται υπάρχει στο δρόμο – μας δαγκώνει άγρια καναδυό φορές και μας δίνει λίγα ανόρεχτα χτυπήματα με το ποδάρι του. Ξεφεύγουμε από δαύτο και καλωσορίζουμε τη Virgo, την Παρθένο! Είναι η πρώτη μας αγάπη. Παντρευόμαστε και θαρρούμε πως είμαστε ευτυχισμένοι για πάντα, όταν έρχεται απρόσμενα ο Libra ή ο Ζυγός – ζυγίζουμε την ευτυχία και τη βρίσκουμε λειψή…»



Αυτά και άλλα πολλά είπε ο παππούς Χέρμαν και με καθήλωσε για ένα μήνα ακριβώς. Δε μπορώ να γράψω «κριτική» γι αυτό το βιβλίο (μάλλον για κανένα), εδώ γράφω τις ιστορίες των βιβλίων και πώς τα διάβασα. Σας συμβαίνει όμως κι εσάς τα βιβλία να ταυτίζονται με τη ζωή σας; Να βρίσκετε κρυμμένα νοήματα που σας βοηθούν εκείνη τη συγκεκριμένη στιγμή, να διαβάζετε ας πούμε το κεφάλαιο LXIX με τίτλο «Κηδεία» και την άλλη μέρα να πρέπει να πάτε σε μία;
Έπειτα είναι κι άλλη μια ιστορία που κρύβεται στην ανάγνωση αυτού του βιβλίου: αποφασίσαμε να το διαβάσουμε μαζί με τη φίλη μου τη Σοφία για να το σχολιάζουμε και να το συζητάμε. Δεν μπορούσα να περιμένω να έρθει η αγγλική έκδοση και δανείστηκα την ωραία ελληνική έκδοση των εκδόσεων Gutenberg, από ένα φίλο, το Σταύρο.

Ο Σταύρος τώρα είναι ένας νησιώτης, ένας Πατηνιός, ψηλός και όμορφος (θυμίζει λίγο ναυτικό, έτσι λιγομίλητος και αγέρωχος) που από έρωτα βρέθηκε εδώ στην ηπειρωτική Λάρισα. Τον πρώτο καιρό δε μπορούσε με τίποτα να συνηθίσει την καρακαμπίλα και ευτυχώς οι φίλοι τον πήγαιναν μέχρι το Βόλο για να μυρίσει λίγο θαλασσινό αεράκι. Στο βιβλίο του κρατούσε και κάποιες καίριες σημειώσεις έτσι διαβάζοντας το τώρα κι εγώ είναι σαν να πατάω στα βήματα του, σαν να με καθοδηγεί.