Sunday, May 28, 2006

Βαριέμαι

Κυριακή βράδυ, πάλι μόνη, η μικρή κοιμήθηκε κι εγώ βαριέμαι μπροστά στην οθόνη.
Δε θέλω να διαβάσω, σήμερα τέλειωσα ένα βιβλίο και έχω σαν αρχή να μην ξεκινάω καινούριο την ίδια μέρα (γιατί τα μπερδεύω). Είμαι και κουρασμένη, πήγα Θεσσαλονίκη γύρισα, έχω κάνει ένα σωρό δουλειές, πήγα και σε μια βάφτιση.
Μου φαίνεται θα πάω να αγοράσω ένα παγωτό και θα καθίσω στη βεράντα να το φάω...

Friday, May 26, 2006

ΑΒΓομελέτα


Έχω ένα πολύ όμορφο βιβλίο. Το λένε «ΑΒγάτισμα», το έχει γράψει η Μαρία Μαμαλίγκα, και το έχει εικονογραφήσει ο Τάσος Παυλόπουλος (εκδόσεις ΑΓΡΑ, 1999). Είναι ένα βιβλίο με ποιήματα που αρχίζουν με κάθε γράμμα του αλφάβητου και έχουν σχέση με το φαγητό (τα περισσότερα)
Το πρώτο είναι το εξής:

ΑΒΓομελέτα

Αν είναι η ανάγνωση απαλή φωτιά,
η αλφαβήτα αλάτι και τα βιβλία αβγά,
πιπέρι αν είναι το μελάνι,
άς’την καρδιά σου να γενεί τηγάνι.

Όσο αχνίζει η ομέλετα
κράτα τα μάτια σου ανοιχτά
κι αβγοΜΕΛΕΤΑ.


Ο Τάσος Παυλόπουλος είναι ένας ζωγράφος που μου αρέσει πολύ και οι ζωγραφιές του είναι εξ’ισου τρελλές και ανατρεπτικές με τα ποιήματα. Το βιβλίο το αγόρασα γιατί μου άρεσε το πρώτο ποίημα που διάβασα στο βιβλιοπωλείο. Μετά ανακάλυψα ότι η ποιήτρια ήταν και κόρη της παλιάς μου Λυκειάρχισσας, μιας κυρίας με λευκά μαλλιά που δεν την τάραζε τίποτε απ’όσα κάναμε (οι μαθητές της Γ Λυκείου) πλέον! Έχει γράψει κι άλλα βιβλία με ποιήματα (Μια ανόητη Γεωγραφία, εκδόσεις ΕΣΤΙΑ), αλλά το ΑΒγάτισμα είναι πιο πετυχημένο.

Sunday, May 14, 2006

¡Viva España!

Εδώ και λίγο καιρό διαβάζω τη Χουανίτα, δεν ξέρω ποια είναι, μάλλον μια Ελληνίδα που ζει στη Μαδρίτη. Κατεβάζω τα ωραία τραγούδια που έχει ανεβάσει εκείνη, μουσικές απ’την Ισπανία ή το Μεξικό ή όπου αλλού στη Λατινική Αμερική. Έτσι τώρα θέλω να γράψω για τη σχέση μου με τα Ισπανικά. Δε θυμάμαι πότε ακριβώς διάβασα τα «100 χρόνια μοναξιάς» του Μαρκές. Πρέπει να ήμουνα στο Γυμνάσιο. Είχα εντυπωσιαστεί φυσικά. Και μετά μια φίλη μου χάρισε τον «Έρωτα στα Χρόνια της Χολέρας». Εκεί κόλλησα πραγματικά και προσπάθησα να διαβάσω όσα περισσότερα μπορούσα από αυτό το μεγάλο παραμυθά. Γύρω στα 18 ο Μάκης με μύησε στο σύμπαν ενός άλλου μεγάλου του Ernesto Sabato. Περί Ηρώων και Τάφων, Αβαδδών ο Εξολοθρευτής, το Τούνελ. Ένα σκοτεινό κόσμο γεμάτο σέκτες τυφλών λέξεις που δεν καταλάβαινα αλλά κι έναν έρωτα πιο δυνατό απ’όλα. Πραγματικά έχουν περάσει τόσο χρόνια που τα διάβασα κι όπως έχω ως αρχή να μην ξαναδιαβάζω βιβλία (τόσα πολλά βιβλία, πότε να προλάβω) τώρα μόνο θυμάμαι την ατμόσφαιρα και ότι κούρνιαζα στο κρεβάτι μου διαβάζοντας μέχρι το πρωί. Όταν διάβασα το «Περί Ηρώων και Τάφων» αποφάσισα ότι ήθελα να μάθω Ισπανικά για να διαβάσω αυτό το συγγραφέα. Πέρασαν βέβαια μερικά χρόνια μέχρι να το καταφέρω αλλά αφού το αποφάσισα… Παραδόξως πρώτα διάβασα το Σάμπατο και μετά τον Μπόρχες, το γίγαντα της Λατινοαμερικάνικης Λογοτεχνίας που επηρέασε και το Σάμπατο ανάμεσα σε άλλους.
Το 1993 στο 3ο έτος του Πανεπιστημίου έψαχνα να φύγω με καμία ανταλλαγή Erasmus. Πάω στην υπεύθυνη καθηγήτρια την κα Λύτρα, καλή της ώρα, και μου λέει, «Για Αγγλία και Ολλανδία δεν έχω τίποτε αλλά υπάρχει μια θέση στη Σεβίλλη, τη θες; Δεν θέλει κανένας άλλος». Ευτυχώς! Το Νοέμβριο σε ένα ταξίδι με κλινάμαξα για Λάρισα, γνωρίζω ένα ωραίο αγόρι, το Μ.Τ.(μην του το πεις Στάθη) και μου λέει έχω τη μέθοδο της Ιντερλινγκουα για Ισπανικά, τη θες; Of course. Ξεκινάω λίγο λίγο αλλά ο Φλεβάρης ήρθε γρήγορα κι εγώ είχα μάθει να λέω (με άψογη προφορά ομολογουμένως) Me llamo Ana, soy Griega y tengo 22 años. (Με λένε Άννα είμαι Ελληνίδα και είμαι 22 χρονών). Με αυτά τα εφόδια και τεράστια περιέργεια προσγειώνομαι στη Σεβίλλη στις 5 Φεβρουαρίου του 1994. Το πρώτο που μου έκανε εντύπωση ήταν ότι στις 6-7 το βραδάκι και ακόμη δεν είχε νυχτώσει. Τι ωραία χώρα! αναφώνησα.


Με τη Σεβίλλη μεγάλος έρωτας. Μια πόλη μέσα απ’τα παραμύθια. Ήταν λίγο μετά την Expo 92 και την είχαν συμμαζέψει αρκετά, έχει και γέφυρα Καλατράβα αλλά κυρίως έχει ιστορία, έχει Μαυριτάνικο αίμα, έχει φλαμένκο έχει μαγέρικα η τηγανίλα Απλωνόταν σε όλη την πόλη απ’τις 11 το πρωί μέχρι τη νύχτα. Περπατούσα όλη μέρα στα στενά της παλιάς πόλης (Barrio Santa Cruz η παλιά Εβραϊκή συνοικία), δίπλα στο ποτάμι, στις γειτονιές, στους κεντρικούς δρόμους με τα μαγαζιά. Όταν ήμουνα σπίτι έβλεπα μεταγλωττισμένες σαπουνόπερες και ταινίες. Οι συγκάτοικοι μου δεν ήξεραν Αγγλικά και έπεσα κατ’ευθείαν στα βαθιά. Εκεί δεν ξεχώριζα καθόλου, φατσικά τουλάχιστον, στο λεωφορείο οι γιαγιάδες μου μιλούσαν Ισπανικά ροδάνι η γλώσσα τους κι εγώ τους απαντούσα με το ποιηματάκι που σας είπα παραπάνω. Αλλά κι εγώ έβλεπα τους ανθρώπους γύρω μου και μου θύμιζαν Έλληνες, συγκεκριμένα ήταν ένας τύπος στη γειτονιά που μου θύμιζε το θείο μου το Γιώργο απ’τη Νάξο.
Αρχίσαμε και τα μαθήματα γλώσσας στο Πανεπιστήμιο όπου μέσα σ’ένα μήνα «πήδηξα» 2 τάξεις γιατί τα μάθαινα γρήγορα. Έκανα παρέα με κάτι Ισπανούς και βγαίναμε κάθε βράδυ, μεθούσαμε και το πρωί τρώγαμε churritos ένα γλυκό που μοιάζει με λουκουμάδες αλλά πιο μακρύ και από πάνω βάζαμε και μερέντα. (Στα ισπανικά merendar σημαίνει τρώω ένα μικρό απογευματινό κολατσιό, τρομερή γλώσσα). Μιλάμε για κραιπάλη . Όταν έφτασα στην Ισπανία ήμουνα 52 κιλά, όταν έφυγα 56. Εκείνα τα κιλά δεν τα έχασα ποτέ έχουν μείνει πάνω μου για να μην ξεχνάω, αλλά είναι μικρό το τίμημα. Τώρα τα γράφω και συγκινούμαι. Η Σεβίλλη όσο πλησίαζε η άνοιξη γινόταν και πιο όμορφη, ήρθε και η Semana Santa η δική τους Μεγάλη εβδομάδα. Εκεί στο Νότο της Ισπανίας η θρησκεία είναι πολύ σημαντική θυμίζει τη δική μας κατάσταση εδώ, να μην πω ότι υπάρχει περισσότερη φανατίλα (μόνο που δεν μπερδεύεται με το κράτος). Ο συντηρητισμός (και η υποκρισία αυτά πάνε πακέτο) σε όλο του μεγαλείο.
Τον Απρίλιο η Fiesta de Avril άλλη κραιπάλη αυτή. Σας λέω όλη την Άνοιξη είχαμε φιέστες και πάρτι και μπάρμπεκιου και μπάνια στον Ατλαντικό και βόλτες στο Γουαλδακιβίρ. Αχχ!


Τώρα βέβαια τα έχω ωραιοποιήσει στο μυαλό μου, ήμουνα πολύ μικρή, ξένοιαστη, ελεύθερη (πρώτη φορά που δε δούλευα κιόλας) σε μια υπέροχη πόλη, ήταν μια φάση που γνώρισα πολλούς ανθρώπους. Τότε θυμάμαι ότι περνούσα και πολλές ώρες μόνη μου διαβάζοντας στο δωμάτιο μου και ακούγοντας μουσική.
Έφυγα ένα βράδυ του Ιουνίου, με το λεωφορείο για Μαδρίτη. Το προτελευταίο βράδυ βγήκα με τα αγόρια και γύρισα στο σπίτι στις 9 το πρωί μετά από churros πάλι. Ο Αλεχάντρο έκλαιγε και μου εξομολογήθηκε τον έρωτά του εκείνο το βράδυ (αμάν πια αυτοί οι Ισπανοί, πάντα της τελευταίας στιγμής). Το τελευταίο βράδυ οι συγκάτοικοι Μερσέδες και Μπεατρίθ είχαν οργανώσει ένα μίνι πάρτυ στο σπίτι με όλα τα αγαπημένα μου Ισπανικά φαγητά και μου χάρισαν κι ένα μπλουζάκι που λέει Sevilla. Πάνω έγραψαν vuelve pronto (Γύρνα σύντομα) αλλά εγώ δεν έχω γυρίσει από τότε.

Εκεί διάβασα πολλά βιβλία, στα Αγγλικά. Στο Πανεπιστήμιο έπρεπε να διαβάσω όλα τα βιβλία που είχαν κάνει απ’΄την αρχή του έτους. «Δε γίνεται μου είπαν είναι πολλά, διάβασε τα μισά». Χα, δεν ήξεραν με ποιον έμπλεξαν. Διάβασα και μερικά επιπλεόν. Όταν γύρισα, ο έρωτας με τα Ισπανικά συνεχίστηκε, μαθήματα στο Θερβάντες στην Αθήνα άρχισα να διαβάζω και τα πρώτα μου βιβλία στα Ισπανικά. Στο πρώτο μάθημα μάλιστα μας διαβάζει μια παράγραφο από το coursebook που τελικά ήταν ένα απόσπασμα από το «Περί Ηρώων και Τάφων».

Αυτή η γλώσσα με συγκινεί. Είναι κι εύκολη για μας τους έλληνες γιατί τους φθόγγους (θ,χ) τους έχουμε, σε αντίθεση με τους Αγγλοσάξονες που όσο καλά κι αν τη μάθουν πάντα ξεχωρίζουν. Αλλά είναι οι ήχοι της κυρίως που με επηρεάζουν με ένα σωματικό τρόπο.

Τα παραπάνω τα έγραψα ακούγοντας διάφορες ισπανόφωνες μουσικές: Bebe, Ojos de Brujo, Amparanoia, Mana, Gotan Project, Juanes, Caceres.

Wednesday, May 10, 2006

Μαρμελάδα Φράουλα



Περνάω μια εύκολη εβδομάδα κι έτσι χθες αποφάσισα να φτιάξω την περίφημη μαρμελάδα φράουλα του Αθήναιου. Αγόρασα τις φραουλίτσες απ’τη λαϊκή τις άφησα μια μέρα εκτός ψυγείου να ωριμάσουν και σήμερα καταπιάστηκα.

Τώρα θα μπορούσα να σας παραμυθιάσω ότι όλα πήγαν τέλεια και ότι τώρα η μαρμελάδα μου βρίσκεται στo αποστειρωμένo βαζάκι της.
Αμ, δε. Κάποια στιγμή την κατεβάζω από τη φωτιά. Όταν όμως πάω λίγο αργότερα να επιθεωρήσω την κατάσταση διαπιστώνω ότι έχει αρχίσει να πήζει επικίνδυνα. Τώρα απόγευμα πλέον έχει γίνει τόσο πηχτή που δεν πέφτει από το κουτάλι. Είναι λίγο σαν πηχτό, πολύ πηχτό όμως ζελέ.
Από γεύση σκίζει πάντως, ο συνδυασμός γλυκού και πιπεριού είναι απίθανος. Το έβαλα (με πολύ προσπάθεια) πάνω σε μια φετούλα ζυμωτό ψωμί και είναι τρέλα. Γαμώτο, γιατί δε μου πετυχαίνουν οι μαρμελάδες; Ή θα είναι πολύ νερουλές ή θα πήζουν μέχρι αηδίας. Λείπει και ο Αθήναιος να μας δώσει καμιά συμβουλή.

Οι φωτογραφίες άσχετες με το ποστ. Η πρώτη είναι η βεράντα μου τώρα που έχουν αρχίσει να ανθίζουν όλα. Η παρακάτω είναι μια διαφήμιση που βλέπω κάθε μέρα στο δρόμο για το σχολείο. Ο τύπος έχει γεμίσει όλα τα χωριά με τέτοιες πινακίδες. Ειδικά αυτό το ενοικιάζονται αλατιέρες με κάνει να χαμογελάω κάθε μέρα!

Sunday, May 07, 2006

Who's afraid of the big bad book?

Με τα βιβλία η σχέση μου αρχίζει πολύ παλιά. Δε θυμάμαι το πρώτο βιβλίο που έπιασα στα χέρια μου, θα ήμουνα μωρό. Έχω ένα μπαμπά που λατρεύει τα βιβλία και μου μετέδωσε αυτή του την αγάπη αυτούσια. Από μικρά μας έφερνε εμένα και τον αδερφό μου ένα σωρό βιβλία. Θυμάμαι χαρακτηριστικά μια φορά γύρω στο 1977 που μας έφερε μια σειρά από Γαλλικά βιβλία. Κανείς μας δε μιλούσε Γαλλικά ακόμη, αλλά μάλλον τα είχε βρει σε προσφορά και τα πήρε. Ο πατέρας μου αγαπάει τα βιβλία τόσο πολύ που αγοράζει κι ένα σωρό πατάτες, που δε διαβάζει. Ή αγόραζε βιβλία για να τα διαβάσω εγώ όταν μεγαλώσω, βιβλία δύσκολα ή πολύ εξειδικευμένα, εκδόσεις του Μορφωτικού Ιδρύματος της Εθνικής Τράπεζας. (Περιττό να πω ότι για το μπαμπά μου είμαι πολύ σπουδαίο άτομο και περιμένει τρομερά επιτεύγματα, όπως το να πάρω το Νόμπελ Λογοτεχνίας ας πούμε. Το ότι δεν έχω αρχίσει ακόμη να γράφω δεν τον πτοεί, εκείνος πάντα πιστεύει σε μένα.) Η μεγαλύτερη αγοραστική πατάτα που έχει κάνει είναι η αγορά των απάντων του Λένιν (36 τόμοι δερματόδετοι). Αμφιβάλλω αν ανοίχτηκαν έστω και μια φορά. Και ο μπαμπάς μου είναι δεξιός! (κατά κάποιο τρόπο, εκείνος λέει ότι είναι ένας φιλελεύθερος αριστερός, άντε βγάλε άκρη). Αν κάποιος ενδιαφέρεται γι αυτά τα βιβλία πάντως, ευχαρίστως να του τα χαρίσουμε, υπάρχει μόνο το πρόβλημα της μεταφοράς από τη Ρόδο.

Συνειδητά τώρα, το πρώτο βιβλίο που θυμάμαι να διαβάζω και να με συγκινεί ήταν η ιστορία της Μικρής Φαντέτ. Ήμουνα Δευτέρα Δημοτικού στα Καμένα Βούρλα και η δασκάλα μου, η κυρία Βάσω, στο τέλος της χρονιάς μου χάρισε ένα βιβλίο. Το είχα διαβάσει δέκα φορές και δεν ξέρω πώς, μάλλον σε κάποια μετακόμιση, το έχασα. Φέτος μια φίλη μου ζήτησε να της βρω «Το ημερολόγιο της καρδιάς» της Γεωργίας Σάνδη. Εκεί που έψαχνα στην Πρωτοπορία, για τα βιβλία της συγγραφέα, έπεσα πάλι πάνω στη Μικρή Φαντέτ. (απαίσιο εξώφυλλο αλλά never judge a book by its cover). Έκανα μεγάλη χαρά και τώρα επιτέλους το ξαναπόκτησα και το έχω δίπλα στο κρεβάτι μου.

Από τότε πολλά βιβλία, παιδικά, εφηβικά, για μεγάλους, από τότε που γέννησα την κόρη μου ξαναγύρισα στα παιδικά και τα ευχαριστιέμαι τρομερά. Κάνω κι εγώ ό,τι έκανε ο μπαμπάς μου, αγοράζω βιβλία τάχα μου για την Αγγελική, στην ουσία για μένα. Μα είναι τόσο όμορφα! Έχουμε κι ένα φοβερό βιβλιοπωλείο για παιδιά τη Σκάλα Παιδικό, και όποτε πάω δεν μπορώ να ξεκολλήσω. Η εικονογράφηση έχει πάει σε άλλα επίπεδα, ειδικά στα ξένα βιβλία αλλά κι εδώ έχουμε πολύ καλούς εικαστικούς, συγγραφείς, εκδότες.

Σήμερα θα σας δείξω μερικές σελίδες από το βιβλίο "Who’s afraid of the big bad book" της Lauren Child. Είναι μια Αγγλίδα συγγραφέας με ένα ιδιαίτερο τρόπο εικονογράφησης που συνδυάζει τη ζωγραφική, το κολλάζ και τη φωτογραφία.


Έχει μεταφραστεί κι ένα δικό της στα Ελληνικά το «Ποτέ, μα ΠΟΤΕ στη ζωή μου δε θα φάω ντομάτα», εκδόσεις Πατάκη που είναι πολύ καλό για τα παιδάκια που δεν τρώνε όλα αυτά τα υγιεινά πράγματα που λέγονται λαχανικά.

Το συγκεκριμένο βιβλίο είναι η ιστορία του Χέρμπι που είναι βιβλιοφάγος. Διαβάζει παντού γι αυτό και ανάμεσα στις σελίδες του βιβλίου βρίσκεις και κανένα αρακά πατημένο. Μια μέρα ήρθε κι ένας φίλος του να κοιμηθεί στο σπίτι. Το βράδυ το δωμάτιο ήταν άνω κάτω, έπεσε για ύπνο και το πρώτο βιβλίο που έπιασε στα χέρια του ήταν ένα βιβλίο με παραμύθια.


Μετά από λίγη ώρα ξυπνάει από μια τσιριχτή κοριτσίστικη φωνή: "Τι δουλειά έχεις εσύ στη σελίδα μου; Μά που είμαι;"


Δε θα σας πω όλη την ιστορία αλλά είναι ιδανικό για παιδιά που έχουν διαβάσει πολλά παραμύθια κι έχουν ένα σημείο αναφοράς. Το διαβάζω και στα παιδιά του σχολείου. Σε μερικές τάξεις αρέσει πολύ γιατί θυμούνται τα παραμύθια και διασκεδάζουν με τις ανατροπές. Σε άλλες δεν έχει καμιά επιτυχία γιατί δεν αναγνωρίζουν ούτε ένα ήρωα. (Δυστυχώς υπάρχουν και παιδιά που δεν ξέρουν τη Χρυσομαλλούσα, τον Παπουτσωμένο Γάτο, ούτε καν τη Σταχτοπούτα)

Το φοβερό όμως με το «Κακό Βιβλίο» είναι ότι μας δείχνει το κόλπο για να μπούμε μέσα στις ιστορίες που αγαπάμε εύκολα και γρήγορα. Ένα έχω να σας πω… το κόλπο πιάνει!

Thursday, May 04, 2006

Nick Hornby

Μόλις τέλειωσα το βιβλίο «Η κάθοδος των Τεσσάρων» του αγαπημένου Νικ Χόρνμπι.
Το Νικ τον αγαπάω πολύ. Το πρώτο βιβλίο που διάβασα ήταν το Ηigh Fidelity. Γύρω στο ‘96. Θυμάμαι ότι το διάβασα και νόμιζα ότι μιλούσε για μένα και τη σχέση μου με τη μουσική. Ειδικά εκεί που πάει στο σπίτι κάτι φίλων της Λόρας και έχουν απαίσια δισκοθήκη αλλά παρόλα αυτά είναι καλοί άνθρωποι, αυτό ήταν μια αποκάλυψη για μένα τότε. Ήμουν τότε 24 κάπως μεγάλη για να διαλέγω τους φίλους μου σύμφωνα με τη μουσική αλλά έτσι έκανα. Μπορούσα να διαγράψω ανθρώπους εν μια νυκτί αν επέμεναν να ακούνε Βίσση και ξέρω γω τι άλλο ακούγανε τότε. Και έρχεται ο Νικ και μου λέει είναι ΟΚ, μπορείς να τους κάνεις παρέα. Μόλις το διάβασα το έδωσα και στο Μάκη και το διασκέδασε κι εκείνος άσε που ο Νικ έχει γεννηθεί κι αυτός το 57, και εργάστηκε ως καθηγητής και έχει τα μαλλιά του ξυρισμένα σχεδόν (ίδιος ο Μάκης). Άρχισε λοιπόν μια σχέση μεγάλης αγάπης με το Χόρνμπι. Μετά διάβασα το Fever Pitch, που δε με αφορούσε και τόσο γιατί ήταν κυρίως για το ποδόσφαιρο αλλά κάτι ήξερα κι εγώ από άντρες που κολλάνε στις μανίες τους και δε βλέπουν τη ζωή που περνάει από δίπλα τους.
Το επόμενο που μου άρεσε πολύ ήταν το About a boy, ενώ το How to be Good, το βαρέθηκα κάπως. Πριν μερικές εβδομάδες είδα την Κάθοδο... στο βιβλιοπωλείο αλλά δεν το αγόρασα. Διάβασα την περίληψη και δε με ενθουσίασε. Ωστόσο το πρότεινα σε μια φίλη κι εκείνη το πήρε οπότε τώρα το δανείστηκα κι εγώ. Τo άρχισα το σταμάτησα κι άρχισα ένα άλλο ενδιάμεσα, το βαρέθηκα αλλά τελικά το τελείωσα και το χάρηκα. Τo βασικό του μειονέκτημα είναι ότι έχει αυτούς τους τέσσερις ήρωες και προσπαθεί να δώσει μια διαφορετική φωνή και στους τέσσερις. Δεν είναι όμως πάντα προφανές ποιος απ’τους τέσσερις μιλάει αν δεν προσέξεις τους τίτλους. Εκτός αυτού απ’τους τέσσερις χαρακτήρες αυτός που μου φάνηκε ο πιο πειστικός ήταν της Μορίν της γυναίκας με τα πραγματικά βάσανα.
Η ιστορία έχει ως εξής. Τέσσερις εντελώς διαφορετικοί άνθρωποι, συναντούνται τυχαία στην ταράτσα ενός ψηλού κτιρίου με σκοπό να αυτοκτονήσουν. Αντί γι αυτό όμως πιάνουν κουβέντα ο ένας με τον άλλο και φεύγουν. Από κει και μετά αισθάνονται ότι κάτι τους ενώνει και καθώς γνωρίζονται καλύτερα τους φεύγει και η διάθεση να αυτοκτονήσουν. Παρακολουθούμε τη ζωή των τεσσάρων ανθρώπων μας εξηγούν με δικά τους λόγια γιατί ήθελαν να αυτοκτονήσουν. Νομίζω ότι το πιο ωραίο κομμάτι του βιβλίου είναι εκεί που ο Τζει Τζει μιλάει για τη σχέση του με τα βιβλία. Η Τζες πάλι εντελώς ασεβής τα αποκαθηλώνει όλα: «Επειδή μερικοί άνθρωποι είναι έτσι, δε συμφωνείτε; Δεν επιτρέπεται να πεις τίποτε για τα βιβλία, επειδή τα βιβλία είναι, ξέρετε, ο Θεός ο ίδιος. …Και λέω…Αν ένα βιβλίο είναι σκατά, θα το πω». Αλλά κι εκεί που η Μορίν μια πενηντάρα, θρησκευόμενη, στερημένη γυναίκα ακούει τη μουσική του Nick Drake και βάζει τα κλάματα είναι μια δυνατή σκηνή.
Γενικά το βιβλίο ξεκινάει χλιαρά, κάπου στη μέση γίνεται ενδιαφέρον και προς το τέλος πάλι τα χαλάει ο Χόρνμπι. Η μουσική παίζει σημαντικό ρόλο κι εδώ μια και ο ένας ήρωας είναι πρώην μέλος συγκροτήματος και το γεγονός της διάλυσης του συγκροτήματος του διέλυσε και τη ζωή. Αυτό που δε μου άρεσε ήταν ότι ενώ κάθε φορά που αλλάζει ο αφηγητής (πρωτοπρόσωπη αφήγηση) κι ενώ δηλώνεται ποιος μιλάει εγώ μπορεί να το ξεχνούσα στην επόμενη σελίδα γιατί δεν είχαν ένα ξεχωριστό ύφος. Ειδικά η φτωχή Μορίν δεν ξεχώριζε καθόλου από τον πλούσιο πρώην TV σταρ. Επίσης ένα άλλο ενοχλητικό ήταν ότι σε κάθε ιδιωματισμό που έβρισκα προσπαθούσα να φανταστώ πως θα το είχε γράψει ο συγγραφέας στα Αγγλικά, αυτό όμως αφορά εμένα που έχω διαβάσει όλα τα προηγούμενα στα Αγγλικά. Η Μαρία που μου το δάνεισε το βρήκε πολύ αστείο και επίκαιρο.

Το κείμενο το έγραψα κανά δυο βδομάδες νωρίτερα. Τώρα διαβάζω «The plot against America» του Philip Roth. Απόφασισα όμως να το ανεβάσω με αφορμή ένα καινούριο μπλογκ που ανακάλυψα. Αυτό είναι το μπλογκ που είχα σκοπό να κάνω κι εγώ όταν ξεκίνησα το Σεπτέμβριο αλλά το ριάλιτι σόου των μπλογκ με παρέσυρε κι άρχισα να γράφω για ένα πολύ ενδιαφέρον θέμα, τον εαυτό μου ; -) Τέλοσπάντων, ελπίζω να ξεκολλήσω τώρα και να γυρίσω στα βιβλία μου που τα ξέρω καλά και τ’αγαπάω. Άσε που διαβάζω κάτι τέτοια κείμενα για τα βιβλία που τα ζηλεύω.

Monday, May 01, 2006

Μαρία μου, είδες το "Άνετον";


Η φίλη μου η Μαρία είναι μια κοπέλα που της αρέσει να τρώει έξω και να δοκιμάζει διάφορα! Διαβάζει για τα εστιατόρια στην Athens Voice ή το Αθηνόραμα και διαλέγει τα καλύτερα. Εγώ επωφελούμαι των γνώσεων της και όποτε κατεβαίνω στην πρωτεύουσα έχουμε πρόγραμμα. Πέρσι το Πάσχα με είχε πάει "Σπονδή" (μεγαλεία) και φέτος το Μάρτη στο "Άνετον" στο Μαρούσι. Το δημοσίευμα από το Έψιλον της Κυριακάτικης.