Δεν μπορώ να γράψω, έχω μπλοκάρει, διαβάζω όμως, τον τελειώνω το Μόμπι τον καλό μου φίλο, τον διαβάζω στο κολυμβητήριο που πάω την κόρη μου και φαντάζομαι μια τεράστια φάλαινα να ξεπηδάει απ’το νερό και να καταβροχθίζει τους «κακούς» προπονητές.
Διαβάζω αρθράκια διάφορα που μ’αρέσουν και κατ’απαίτηση των αναγνωστών (Τι κάνεις Βίκυ; Καλά;) αυτού του μπλογκ σας τα παραθέτω.
Πρώτον: αφιερωμένο σε όσους δεν διαβάζουν (Τάσο aka Καλτσόβρακο και Μανώλη a.k.a McManus, αλλά και Γιάννη Χάρη για σας το λέω) το παρακάτω άρθρο από τους Times με το τοπ τεν των βιβλίων που οι άνθρωποι παρατάνε. Κι ακόμα ένα αρθράκι που απενοχοποιεί όσους δε διαβάζουν τα βιβλία που όλοι λένε ότι έχουν διαβάσει το πιο καλό κομμάτι το εξής : "Perhaps we need a little less guilt and one-upmanship in this enterprise of reading. Let's openly acknowledge that there are a library of ways to read, and that, being humans, we are somewhat prone to forgetting, imagining, delaying, and even not doing. If we were a little more open and honest about what we haven't read, and if our colleagues were a little less judgmental and sanctimonious, we might loosen the harness of guilt that holds us back from actually picking up some book we've forsaken in the past. Who knows? Admitting that we don't read might actually help us to read again".
Δεύτερον: Μια και πρόσφατα έγραφα για το πώς δουλεύει ο εγκέφαλος και τη γνωσιακή επιστήμη ένα άρθρο από το Wired για το πώς τα παιχνίδια ίσως να μην είναι τόσο κακά τελικά. Αγαπημένο απόσπασμα αυτό εδώ που εξηγεί μια άσκηση: Βλέπουμε στην οθόνη του υπολογιστή μας λέξεις που αναφέρονται σε χρώματα αλλά γραμμένες με διαφορετικό χρώμα από αυτό που δηλώνουν. Κάπως έτσι δηλαδή: κίτρινο. Στα πρώτα δέκα χρώματα έχουμε τον έλεγχο αλλά μετά από λίγο ο εγκέφαλος γίνεται ζελέ και άστα να πάνε.
Τρίτον: στο προηγούμενο ποστ σας έγραφα για τους Night On earth που άκουσα εδώ στη μικρή μας Λάρισα. Σήμερα στο Κ της Καθημερινής εξώφυλλο η – φοβερή φωνή – Σοφία Σαρρή. Μπράβο Σοφία, και εις ανώτερα!
Saturday, March 24, 2007
Wednesday, March 14, 2007
Miscellaneous
- Διαβάζω το Moby Dick στα ελληνικά. Δεν έχω πολύ χρόνο και το διαβάζω αργά. Θα μου πάρει δυο-τρεις βδομάδες να το τελειώσω. Μέχρι στιγμής είμαι ενθουσιασμένη. Μόλις ξεκίνησαν για το ταξίδι τους αλλά η περιγραφή του νησιού, των διαφόρων χαρακτήρων είναι απολαυστική. Ιδιαίτερα με έχει εντυπωσιάσει ο φίλος του Ίσμαελ, από κάποιο μικρό νησί του Ειρηνικού. Ο Μέλβιλ περιγράφει τους διάφορους ανθρώπους με τέτοια ακρίβεια που νομίζεις ότι περνάς δίπλα τους και τους ακουμπάς. Άσε που οι άνθρωποι ελάχιστα αλλάζουν και μπορείς να βρεις περιγραφές τύπων που νομίζεις ότι είναι σημερινοί. Αλλά έτσι συμβαίνει με όλους τους μεγάλους συγγραφείς.
- Πήγα χθες σε μια συναυλία. Η Dayna Kurtz και οι Night on Earth. Δεν ήξερα τίποτε για τους καλλιτέχνες πέρα από αυτά που διάβασα στο πρόγραμμα με αποτέλεσμα άλλα να περιμένω και άλλα να βρω. Το πρώτο σετ ήταν των Night on Earth οι οποίοι παίζουν ένα είδος τριπ χοπ. Πολύ λυπημένη μουσική και τα φωνητικά βγάζουν πολύ έντονα συναισθήματα. Όταν άνοιξε το στόμα η τραγουδίστρια Σοφία Σαρρή ήταν μια έκπληξη. Μια φωνή που δεν περίμενες από αυτό το μικροκαμωμένο σώμα. Ειδικά όταν είπε ένα Ισπανικό τραγούδι το Llorando πραγματικά σου ερχόταν να κλάψεις. Εδώ είναι το λινκ για τραγούδια τους στο mySpace. Μετά εμφανίστηκε η Dayna που εγώ νόμιζα ότι θα τραγουδούσε jazz άλλά ήταν τελικά πιο πολύ φολκ με άρωμα country. Το πρώτο τραγούδι που είπε λεγόταν Venezuela και μιλούσε για ένα παράξενο όνειρο που είχε δει. Αυτό το τραγούδι μου έχει μείνει από χθες και κυκλοφορεί στο μυαλό μου. Ήταν τόσο υπέροχο που ακόμη κι αν είχαν πει μόνο αυτό θα άξιζε το εισιτήριο. Εδώ το λινκ στο mySpace κι εδώ το επίσημο site. Τα τραγούδια της γενικά πολύ λυρικά, πολύ εξομολογητικά, πολιτικά μιλάνε για τον έρωτα βέβαια (where did you go, love?) για τη θρησκεία (την απασχολεί πολύ παρόλο που δεν πιστεύει), για όσα μας κάνουν να μετανιώνουμε για τις αγαπημένες της πόλεις (Νέα Υόρκη, Νέα Ορλεάνη).
- Με κάλεσαν και σε δεύτερο παιχνίδι. Ήταν να μην αρχίσω τα παιχνίδια, τώρα θα παίζω συνέχεια. Αλλά αυτό μου θυμίζει κάτι που κάναμε με το διπλανό μου τον Τάσο στο Λύκειο οπότε δεν μπορώ παρά να υποκύψω. Έπρεπε να γράψω κάτι που να περιλαμβάνει τις εξής 5 λέξεις : ανακεφαλαιώνω, γραμμάτιο, Θεσσαλονίκη, υπεκφυγή, αυτοβιογραφία και έγραψα το εξής:
"Γραμμάτιο για το εξοχικό, γραμμάτιο για το τζίπ, για την τηλεόραση πλάσμα, για την καφετιέρα εσπρέσο, για κάτι κολώνιες από το Χόντο, για το καινούριο κινητό του γιου σου και ύστερα μου λες «δε μπορούμε να πάμε στο Παρίσι, άντε μέχρι τη Θεσσαλονίκη αν θες, και πολύ σου είναι». Υπεκφυγές, μωρό μου, υπεκφυγές. Βαριέσαι να σηκωθείς απ’την πολυθρόνα μπροστά στον υπολογιστή και γράφεις την αυτοβιογραφία σου στα μπλογκ 10 ώρες την ημέρα. Τι γράφεις ήθελα να ΄ξερα; Αφού δε βιώνεις τίποτε πια, καημένη. «Ανακεφαλαιώνω», μου λες «τη ζωή που δεν έζησα».
Wednesday, March 07, 2007
ΜΠΑΡΥ ΑΝΣΓΟΥΩΡΘ – Θρησκευτικό Δράμα (Εκδόσεις Νεφέλη)
Ένα παράξενο βιβλίο. Ένα βιβλίο για τη γέννηση του σύγχρονου θεάτρου όπως το ξέρουμε. Διαδραματίζεται στην Αγγλία γύρω στο 1370 και πρωταγωνιστεί μια ομάδα θεατρίνων. Εκείνη την εποχή όταν οι άνθρωποι έλεγαν θέατρο εννοούσαν κυρίως αναπαραστάσεις αποσπασμάτων της Βίβλου. Εκείνη την εποχή περίπου περνάνε από την εκκλησία στους δρόμους αλλά σιγά σιγά γεννιέται και μια καινούρια μορφή θεάτρου που μιλάει πλέον για τα προβλήματα των καθημερινών ανθρώπων. « Αντιπαρατάσσοντας μια ελευθερία κινήσεων και λόγου που είχε τις ρίζες της στους μεγάλους ρωμαίους και έλληνες κωμωδιογράφους στο βαρύ θρησκευτικό κλίμα των πρώιμων και μέσων μεσαιωνικών χρόνων προαναγγέλλοντας έτσι την Αναγέννηση όπως λέει η μεταφράστρια Μαρία Τσάτσου. Είναι από τις λίγες φορές που η ανάγνωση αυτής της σύντομης εισαγωγής πριν την ανάγνωση του μυθιστορήματος είναι απαραίτητη.
Γενικά το βιβλίο είναι γραμμένο με ένα λιτό τρόπο που μερικές φορές ξενίζει αλλά νομίζω ότι σε βάζει τέλεια στην ατμόσφαιρα της εποχής. Οι κλυδωνισμοί του πολιτικού συστήματος παίζουν μεγάλο ρόλο επίσης αλλά αυτό που ενδιαφέρει κυρίως είναι πως στήνεται για πρώτη φορά ένα θεατρικό έργο με πολύ αυτοσχεδιασμό και μέσα από τις συζητήσεις των μελών του θιάσου. Ο αφηγητής της ιστορίας είναι ένας μοναχός, βοηθός διακόνου σε ένα ναό. Όμως το σκάει από το ναό πράγμα και φεύγει από την επικράτεια του άρχοντα του πράγμα που μπορεί να οδηγήσει στη σύλληψη του. Για να κάνει τα πράγματα χειρότερα πάει και κολλάει σε μια ομάδα θεατρίνων και μάλιστα παίρνει μέρος σ’ένα έργο που ξεφεύγει από τα Θρησκευτικά Δράματα που έπαιζαν μέχρι τώρα. Σε όλο το βιβλίο παρακολουθούμε τις αμφιβολίες του τις εσωτερικές διαμάχες και σκέψεις του. Κάπου προς το τέλος ένας Δικαστής τον ρωτάει με γνήσιο ενδιαφέρον «Είχες μια θέση, γράμματα ξέρεις. Μπορούσες να ελπίζεις σε προαγωγή. Τι σ’έκανε να φύγεις;»
Κι εκείνος απαντάει:
«Είμαι ή μάλλον ήμουνα βοηθός διακόνου στον Καθεδρικό ναό του Λίνκολ. Μου είχανε αναθέσει να αντιγράψω τον Όμηρο του Πιλάτου για έναν ευεργέτη, ένα έργο εξαιρετικά κουραστικό και πομπώδες. Ήταν Μάιος, τα πουλιά κελαηδούσαν έξω από το παράθυρο μου και ανθίζανε τα ρείκια.»
Για το Δικαστή αυτό είναι εντελώς ακατανόητο. Αυτός ποτέ δεν είχε παρόμοιες παρορμήσεις και γι αυτό είχε τη θέση που είχε. Στη ζωή όμως χρειάζονται και οι άλλοι άνθρωποι που έχουν το θάρρος να ακολουθούν τις παρορμήσεις τους και να γίνονται ηθοποιοί, μουσικοί, ζωγράφοι, καλλιτέχνες…
Και το βιβλίο τελειώνει κάπως έτσι:
«Ήξερα λίγο τον κόσμο, όπως το’χε καταλάβει και ο δικαστής, ήξερα όμως ότι μπορούμε να χάσουμε τους εαυτούς μας. Στους ρόλους που παίζουμε κι αν αυτό συνεχιστεί για πάρα πολύ μεγάλο διάστημα δε θα βρούμε το δρόμο για να γυρίσουμε πάλι πίσω. Όταν ήμουνα βοηθός διακόνου και αντέγραφα τον Όμηρο…νόμιζα ότι υπηρετώ το Θεό αλλά το μόνο που έκανα ήταν να ενεργώ σύμφωνα με τις οδηγίες του Επισκόπου, που είναι ο σκηνοθέτης όλου αυτού του θιάσου του Καθεδρικού Ναού. Εγώ έπαιζα το ρόλο ενός μισθωτού αντιγραφέα, αλλά δεν το’ξερα, νόμιζα ότι αυτό είναι ο πραγματικός εαυτός μου. Ο Θεός δε υπηρετείται με την αυταπάτη. Η παρόρμηση να το σκάσω δεν ήτανε απερισκεψία, αλλά η σοφία της ψυχής μου. Θα γινόμουν θεατρίνος και θα προσπαθούσα να διαφυλάξω την ψυχή μου….
Αυτό ήταν το τελευταίο βίβλιο που τέλειωσα αφού παράτησα το Historian της Κόστοβα, γιατί δε μου άρεσε καθόλου. Τώρα διαβάζω ένα βιβλιο που πάντα ήθελα: Moby Dick, του Herman Melville. Ευχαριστώ τη φίλη μου τη Σοφία που μου έδωσε το έναυσμα. Ταυτοχρονα αναρωτιέμαι τί χαζομάρες μας έβαζαν να διαβάζουμε στο Πανεπιστήμιο. Αυτό έπρεπε να είναι υποχρεωτικό, στο πρώτο έτος. Το καινούριο δέρμα δεν το έχω τελειοποιήσει και δεν έχω βάλει και τους συνδέσμους, αλλά τώρα νύσταξα! Tomorrow is another day.
Γενικά το βιβλίο είναι γραμμένο με ένα λιτό τρόπο που μερικές φορές ξενίζει αλλά νομίζω ότι σε βάζει τέλεια στην ατμόσφαιρα της εποχής. Οι κλυδωνισμοί του πολιτικού συστήματος παίζουν μεγάλο ρόλο επίσης αλλά αυτό που ενδιαφέρει κυρίως είναι πως στήνεται για πρώτη φορά ένα θεατρικό έργο με πολύ αυτοσχεδιασμό και μέσα από τις συζητήσεις των μελών του θιάσου. Ο αφηγητής της ιστορίας είναι ένας μοναχός, βοηθός διακόνου σε ένα ναό. Όμως το σκάει από το ναό πράγμα και φεύγει από την επικράτεια του άρχοντα του πράγμα που μπορεί να οδηγήσει στη σύλληψη του. Για να κάνει τα πράγματα χειρότερα πάει και κολλάει σε μια ομάδα θεατρίνων και μάλιστα παίρνει μέρος σ’ένα έργο που ξεφεύγει από τα Θρησκευτικά Δράματα που έπαιζαν μέχρι τώρα. Σε όλο το βιβλίο παρακολουθούμε τις αμφιβολίες του τις εσωτερικές διαμάχες και σκέψεις του. Κάπου προς το τέλος ένας Δικαστής τον ρωτάει με γνήσιο ενδιαφέρον «Είχες μια θέση, γράμματα ξέρεις. Μπορούσες να ελπίζεις σε προαγωγή. Τι σ’έκανε να φύγεις;»
Κι εκείνος απαντάει:
«Είμαι ή μάλλον ήμουνα βοηθός διακόνου στον Καθεδρικό ναό του Λίνκολ. Μου είχανε αναθέσει να αντιγράψω τον Όμηρο του Πιλάτου για έναν ευεργέτη, ένα έργο εξαιρετικά κουραστικό και πομπώδες. Ήταν Μάιος, τα πουλιά κελαηδούσαν έξω από το παράθυρο μου και ανθίζανε τα ρείκια.»
Για το Δικαστή αυτό είναι εντελώς ακατανόητο. Αυτός ποτέ δεν είχε παρόμοιες παρορμήσεις και γι αυτό είχε τη θέση που είχε. Στη ζωή όμως χρειάζονται και οι άλλοι άνθρωποι που έχουν το θάρρος να ακολουθούν τις παρορμήσεις τους και να γίνονται ηθοποιοί, μουσικοί, ζωγράφοι, καλλιτέχνες…
Και το βιβλίο τελειώνει κάπως έτσι:
«Ήξερα λίγο τον κόσμο, όπως το’χε καταλάβει και ο δικαστής, ήξερα όμως ότι μπορούμε να χάσουμε τους εαυτούς μας. Στους ρόλους που παίζουμε κι αν αυτό συνεχιστεί για πάρα πολύ μεγάλο διάστημα δε θα βρούμε το δρόμο για να γυρίσουμε πάλι πίσω. Όταν ήμουνα βοηθός διακόνου και αντέγραφα τον Όμηρο…νόμιζα ότι υπηρετώ το Θεό αλλά το μόνο που έκανα ήταν να ενεργώ σύμφωνα με τις οδηγίες του Επισκόπου, που είναι ο σκηνοθέτης όλου αυτού του θιάσου του Καθεδρικού Ναού. Εγώ έπαιζα το ρόλο ενός μισθωτού αντιγραφέα, αλλά δεν το’ξερα, νόμιζα ότι αυτό είναι ο πραγματικός εαυτός μου. Ο Θεός δε υπηρετείται με την αυταπάτη. Η παρόρμηση να το σκάσω δεν ήτανε απερισκεψία, αλλά η σοφία της ψυχής μου. Θα γινόμουν θεατρίνος και θα προσπαθούσα να διαφυλάξω την ψυχή μου….
Αυτό ήταν το τελευταίο βίβλιο που τέλειωσα αφού παράτησα το Historian της Κόστοβα, γιατί δε μου άρεσε καθόλου. Τώρα διαβάζω ένα βιβλιο που πάντα ήθελα: Moby Dick, του Herman Melville. Ευχαριστώ τη φίλη μου τη Σοφία που μου έδωσε το έναυσμα. Ταυτοχρονα αναρωτιέμαι τί χαζομάρες μας έβαζαν να διαβάζουμε στο Πανεπιστήμιο. Αυτό έπρεπε να είναι υποχρεωτικό, στο πρώτο έτος. Το καινούριο δέρμα δεν το έχω τελειοποιήσει και δεν έχω βάλει και τους συνδέσμους, αλλά τώρα νύσταξα! Tomorrow is another day.
Saturday, March 03, 2007
5
1. Όταν ήμουνα στη Φιλοσοφική για μία σύντομη περίοδο συμμετείχα σε μια ομάδα που έβγαζε ένα λογοτεχνικό περιοδικό. Λεγόταν «Ύβρις». Πρόσφατα βρήκα μέσω αυτού του μπλογκ ένα από τα άλλα παιδιά με τα οποία συνεργαζόμασταν και χάρηκα πολύ! Αν για κάτι έχω μετανιώσει για τα φοιτητικά μου χρόνια είναι που δε γνώρισα πιο πολλούς ανθρώπους. Τώρα 12 χρόνια μετά έχω επαφή μόνο με μία (1) συμφοιτήτρια από εκείνη την εποχή την οποία δε γνώρισα στο Πανεπιστήμιο αλλά έτυχε να δουλεύουμε στο ίδιο φροντιστήριο. Ξέρω βέβαια ότι ήμουνα απασχολημένη με κανονική δουλειά, να περνάω τα μαθήματα στην ώρα μου, είχα και το αμόρε στη Λάρισα και πηγαινοερχόμουνα, έτσι πέρασαν 4 χρόνια χωρίς πολλές νέες γνωριμίες! Αν τώρα ξαναγυρνούσα θα πήγαινα σε όλα τα πάρτι, θα έχανα και καμιά παράδοση, θα τέλειωνα πιο αργά τις σπουδές.
2. Για τα βιβλία: Έχω διαβάσει παπαριές και παπαριές. Excuse my French, αλλά πραγματικά είναι η λέξη που ταιριάζει απόλυτα! Από μικρή το έκανα αυτό, διάβαζα τον αγαπημένο μου Ιούλιο Βερν και τους μυστικούς εφτά και αργότερα τον Καζαντζάκη και το Άρωμα αλλά εκεί γύρω στα 16 έπαιρνα κρυφά και τα μπελ/βιπερ του πατέρα μου και τα ρουφούσα μέσα σε 2 μέρες. Νομίζω ότι τα πιο βασικά πράγματα για το σεξ (και το έγκλημα) από εκεί τα έμαθα. Τώρα τελευταία έχω νικήσει τον καταναγκασμό μου που λέει ότι πρέπει να τελειώνω όλα τα βιβλία που αρχίζω κι έτσι έχω μια στοίβα με μισοτελειωμένα βιβλία. Ήδη φέτος είμαστε στο Μάρτιο και έχω μισοδιαβάσει τουλάχιστον 3 βιβλία.
Πάντως κι εγώ όπως όλοι οι σοβαροί συγγραφείς, άλλωστε (δείτε εδώ) όταν θέλω να χαλαρώσω ψάχνω μια χορταστική ιστορία αγάπης!
3. Η αγαπημένη μου ηρωίδα όλων των βιβλίων και πασών των ιστοριών είναι η Έμη του Στρατή Τσίρκα από τη «Λέσχη». Αυτό το βιβλίο το διάβασα γύρω στα 20 και ήταν μια αποκάλυψη. Τώρα θυμάμαι μόνο την Έμη.
4. Γενικά ο σκληρός δίσκος έχει αρχίσει να φυραίνει. Στα 20 θυμόμουνα και 50 τηλέφωνα απ’έξω και όλα τα ονόματα των Εγγλέζων που γνωρίζαμε τα καλοκαίρια με τις φίλες μου (και πιστέψτε με ήταν πολλά) (Μαρία μη γελάς). Τώρα ...χωρίς τη μνήμη του κινητού μου είμαι χαμένη, πρόσφατα μάλιστα αγόρασα κι ένα επιπλέον γκίγκα μνήμης και το κουβαλάω μαζί μου, η μόνη μου ελπίδα είναι να αρχίσουν να μας τα εμφυτεύουν αυτά τα επιπλέον γκίγκα στον εγκέφαλο.
5. Με ρώτησε κάποιος άσχετος «Και τί θέλεις να κάνεις για τον εαυτό σου;». Για μένα αυτή η ερώτηση είναι άκρως εγωιστική, δε μπορώ να δω τον εαυτό μου έξω από τις ομάδες στις οποίες ανήκω είτε αυτές λέγονται δουλειά είτε λέγονται οικογένεια. Το βράδυ όμως πριν κοιμηθώ αφού έχω κλείσει το βιβλίο μου και για να ηρεμήσω κάτι ταχυκαρδίες που με πιάνουν σκέφτομαι ότι μπαίνω στο αεροπλάνο και καταβαίνω σε μια άγνωστη πόλη. Αυτή την αγωνία του αγνώστου αλλά και το να κοιτάς τα πάντα με μάτια ορθάνοιχτα, αυτή θέλω να ζήσω. Πότε θα βρω το κουράγιο να ταξιδέψω; Όλο λέω, αργότερα, να μεγαλώσει το παιδί, να αποταμιεύσω χρήματα, να τελειώσω κι αυτή τη μετάφραση και κυρίως να πείσω το μοναδικό άνθρωπο με τον οποίο θέλω να πάω και μου αρνείται. Ας το πάρω πια απόφαση ότι δε θα πειστεί κι ας ξεκινήσω μόνη μου.
Ευχαριστώ τη Μαρία που με κάλεσε να παίξω κι ας μην είμαι καλή στα παιχνίδια. Τώρα που το ξαναδιαβάζω μου φαίνεται ότι θα έπρεπε να το ονομάσω 5 πράγματα για τα οποία μετανιώνω.
Ποιους να καλέσουμε τώρα; Οι περισσότεροι έχουν ήδη παίξει. Καλώ τον Τάσο, το Βιολόγο, τους φίλους μου, τον Sui Generis και τον Ανδρέα.
2. Για τα βιβλία: Έχω διαβάσει παπαριές και παπαριές. Excuse my French, αλλά πραγματικά είναι η λέξη που ταιριάζει απόλυτα! Από μικρή το έκανα αυτό, διάβαζα τον αγαπημένο μου Ιούλιο Βερν και τους μυστικούς εφτά και αργότερα τον Καζαντζάκη και το Άρωμα αλλά εκεί γύρω στα 16 έπαιρνα κρυφά και τα μπελ/βιπερ του πατέρα μου και τα ρουφούσα μέσα σε 2 μέρες. Νομίζω ότι τα πιο βασικά πράγματα για το σεξ (και το έγκλημα) από εκεί τα έμαθα. Τώρα τελευταία έχω νικήσει τον καταναγκασμό μου που λέει ότι πρέπει να τελειώνω όλα τα βιβλία που αρχίζω κι έτσι έχω μια στοίβα με μισοτελειωμένα βιβλία. Ήδη φέτος είμαστε στο Μάρτιο και έχω μισοδιαβάσει τουλάχιστον 3 βιβλία.
Πάντως κι εγώ όπως όλοι οι σοβαροί συγγραφείς, άλλωστε (δείτε εδώ) όταν θέλω να χαλαρώσω ψάχνω μια χορταστική ιστορία αγάπης!
3. Η αγαπημένη μου ηρωίδα όλων των βιβλίων και πασών των ιστοριών είναι η Έμη του Στρατή Τσίρκα από τη «Λέσχη». Αυτό το βιβλίο το διάβασα γύρω στα 20 και ήταν μια αποκάλυψη. Τώρα θυμάμαι μόνο την Έμη.
4. Γενικά ο σκληρός δίσκος έχει αρχίσει να φυραίνει. Στα 20 θυμόμουνα και 50 τηλέφωνα απ’έξω και όλα τα ονόματα των Εγγλέζων που γνωρίζαμε τα καλοκαίρια με τις φίλες μου (και πιστέψτε με ήταν πολλά) (Μαρία μη γελάς). Τώρα ...χωρίς τη μνήμη του κινητού μου είμαι χαμένη, πρόσφατα μάλιστα αγόρασα κι ένα επιπλέον γκίγκα μνήμης και το κουβαλάω μαζί μου, η μόνη μου ελπίδα είναι να αρχίσουν να μας τα εμφυτεύουν αυτά τα επιπλέον γκίγκα στον εγκέφαλο.
5. Με ρώτησε κάποιος άσχετος «Και τί θέλεις να κάνεις για τον εαυτό σου;». Για μένα αυτή η ερώτηση είναι άκρως εγωιστική, δε μπορώ να δω τον εαυτό μου έξω από τις ομάδες στις οποίες ανήκω είτε αυτές λέγονται δουλειά είτε λέγονται οικογένεια. Το βράδυ όμως πριν κοιμηθώ αφού έχω κλείσει το βιβλίο μου και για να ηρεμήσω κάτι ταχυκαρδίες που με πιάνουν σκέφτομαι ότι μπαίνω στο αεροπλάνο και καταβαίνω σε μια άγνωστη πόλη. Αυτή την αγωνία του αγνώστου αλλά και το να κοιτάς τα πάντα με μάτια ορθάνοιχτα, αυτή θέλω να ζήσω. Πότε θα βρω το κουράγιο να ταξιδέψω; Όλο λέω, αργότερα, να μεγαλώσει το παιδί, να αποταμιεύσω χρήματα, να τελειώσω κι αυτή τη μετάφραση και κυρίως να πείσω το μοναδικό άνθρωπο με τον οποίο θέλω να πάω και μου αρνείται. Ας το πάρω πια απόφαση ότι δε θα πειστεί κι ας ξεκινήσω μόνη μου.
Ευχαριστώ τη Μαρία που με κάλεσε να παίξω κι ας μην είμαι καλή στα παιχνίδια. Τώρα που το ξαναδιαβάζω μου φαίνεται ότι θα έπρεπε να το ονομάσω 5 πράγματα για τα οποία μετανιώνω.
Ποιους να καλέσουμε τώρα; Οι περισσότεροι έχουν ήδη παίξει. Καλώ τον Τάσο, το Βιολόγο, τους φίλους μου, τον Sui Generis και τον Ανδρέα.
Subscribe to:
Posts (Atom)