Sunday, February 04, 2007

KHALED HOSSEINI - The Kite Runner

Παρασκευή βράδυ η καθιερωμένη έξοδος για ποτά με τις φιλενάδες. Στο Αλομπάρ μια έκπληξη, ένας φίλος απ’την Αθήνα που έχω καιρό να δω και η βραδιά συνεχίζεται σε άλλα μπαρ με διάφορες μουσικές.

Σάββατο πρωί, δουλειές μαγείρεμα, ξανά δουλειές, πάει και σήμερα το γυμναστήριο δεν πρόλαβα. Το βράδυ, ήσυχο, οικογενειακό, ο Μάκης στον υπολογιστή εγώ στον καναπέ διαβάζω ένα βιβλιαράκι που πούλησε πολύ στην Αμερική: The Kite Runner. Το βιβλίο κυλούσε ήρεμα μέχρι τη σελίδα 200 κι έτσι δεν ήμουν προετοιμασμένη γι αυτό που θα διάβαζα. Είναι η ιστορία ενός παιδιού που μεγαλώνει μόνο με τον πατέρα του στο Αφγανιστάν της δεκαετίας του 70, πριν την εισβολή των Ρώσων πριν, τους Ταλιμπάν. Ξαφνικά διαβάζω για το ταξίδι της επιστροφής, για τη χαμένη φιλία για τον πόνο για τα ψέματα που λένε οι γονείς στα παιδιά τους και δεν αντέχω άλλο, τα δάκρυα κυλάνε, «Όχι, όχι, δεν είναι δυνατόν» αλλά δε μπορώ να σταματήσω να διαβάζω, συνεχίζω να γυρίζω τις σελίδες έστω κι αν δε βλέπω καλά απ’τα δάκρυα. Νιώθω κυριολεκτικά να πονάω κάπου εκεί στο στομάχι Ο Μάκης ξυπνάει επιτέλους, από το λήθαργο τη οθόνης και με κοιτάζει. Ευτυχώς, έρχεται και με παίρνει αγκαλιά και μου παίρνει το βιβλίο απ’το χέρι. Άστο τώρα αυτό , δε θα σε ξαναφήσω να διαβάσεις, κάθε φορά τα ίδια, ηρέμησε αγάπη μου δες λίγη τηλεόραση. Ανοίγω έτσι στην τύχη ένα κανάλι και μέσα σε τρία λεπτά έχουν σκοτωθεί με διάφορους τρόπους τουλάχιστον 10 άνθρωποι. Έλα φέρε μου το βιβλίο, λέω και φεύγω πάω στο κρεβάτι μου κουκουλώνομαι καλά καλά φτιάχνω μια φωλίτσα ίσα ίσα για να μπαίνει το φως και διαβάζω μέχρι τις δύο. Αποκοιμιέμαι με δάκρυα στα μάτια.

The Kite Runner, Khaled Hosseini, βγήκε και στα ελληνικά σε μια έκδοση αμφιβόλου αισθητικής. Το βασικό θέμα είναι η φιλία ανάμεσα στα δυο αγόρια που μεγαλώνουν μεν στην ίδια αυλή στην Καμπούλ αλλά δυστυχώς τους χωρίζουν τόσα πολλά όπως η διαφορετική τους τάξη.
Εμένα μου αρέσουν πολύ αυτές οι ιστορίες που με παίρνουν απ΄το χέρι και μου δείχνουν ένα άλλο πολιτισμό και μάλιστα τόσο διαφορετικό απ’το δικό μας. Όσον αφορά την ιστορία το ότι το διηγείται σε πρώτο πρόσωπο είναι πολύ σημαντικό γιατί αμέσως κάνει τον αναγνώστη να νιώσει σαν να είναι αληθινή. Στις αδυναμίες του βιβλίου θα έλεγα ότι είναι κάποια κλισέ στην αφήγηση, σε αρκετά σημεία νομίζεις ότι ξέρεις τι θα πει παρακάτω. Αλλά πραγματικά συγκινήθηκα πολύ, ταράχτηκα και δε μπορούσα να το αφήσω από τα χέρια μου.

Το αγαπημένο μου σημείο είναι κάπως έτσι: Ο Αμίρ οχτώ χρονών περίπου έχει διακοπές στη μέση του χειμώνα γιατί στο Αφγανιστάν σταματάνε το χειμώνα τα σχολεία. Κάποιοι γονείς (παντού υπάρχουν υστερικοί γονείς) επιμένουν να κάνουν τα παιδιά τους μάθημα ακόμη και το χειμώνα και ο Αμίρ ξυπνάει κάθε πρωί και βλέπει απ’το παράθυρο το γειτονάκι του που το πηγαίνουν σχολείο. Τον κοιτάζει μέχρι που στρίβει στη γωνία και μετά κουκουλώνεται πάλι κάτω απ’την κουβέρτα μέχρι το σαγόνι και κοιτάζει τα χιονισμένα βουνά στο βάθος. Τα κοιτάζει μέχρι που τον ξαναπαίρνει ο ύπνος.

Αυτή η ξεγνοιασιά με συγκίνησε…

Κάτι άλλο που διάβασα και μου άρεσε πολύ και μπορείτε να το ταξινομήσετε στα φιλολογικά κουτσομπολιά. Στη Βιβλιοθήκη της Παρασκευής στις σελίδες 12-13 έχει ένα διάλογο μεταξύ του Άρη Μπερλή και του Γιώργου Κοροπούλη. Ο Γιώργος Κοροπούλης είναι ένα ποιητής/κριτικός/φιλόσοφος που έχει μία μόνιμη στήλη στο ένθετο της Ελυεθεροτυπίας. Τις περισσότερες φορές δεν τα καταφέρνω να τον διαβάσω είναι πολύ αυτοαναφορικός ή μιλάει για τον κλειστό κύκλο των κριτικών ή πάλι λέει απλά πράγματα με περίπλοκη γλώσσα. Άσε που όταν ήμουνα φοιτήτρια τον γούσταρε μια άλλη φοιτήτρια από το Φιλολογικό κι εκείνος έκανε ότι δεν την ήθελε και του το κρατάω από τότε. Την περασμένη εβδομάδα όμως είχε γράψει κάτι για τον υπερτιμημημένο Τζόις και σκέφτηκα «Πες τα Χρυσόστομε, μας πρήξανε πια με το Τζόις». Έλα όμως που ο κος Μπερλής είχε άλλη γνώμη. Γράφει μια απάντηση λοιπόν που με λίγα λόγια λέει στον Κοροπούλη : «Δε ντρέπεσαι ρε Γιώργο να παρασύρεις τους απλούς ανθρώπους που δεν έχουν διαβάσει το Τζόις και τους βάζεις στο μυαλό ότι μπορεί και να είναι ΟΚ να μην τον διαβάσουν. Πως μπόρεσες ρε Γιώργο να βάλεις στην ίδια πρόταση το Τζόις και τον ελάσσονα ποιητή Ασλάνογλου;» Το ωραίο λοιπόν που διάβασα είναι η απάντηση του Κοροπούλη και του βγάζω το καπέλο μου (ένα καινούριο σκουφάκι άσπρο με παγιέτες ασημένιες, είμαι κούκλα μ’αυτό):

« Αγαπητέ Άρη Μπερλή, έφτασε και η σειρά μας να βγούμε επί σκηνής, όπως βλέπω, και να διαπληκτιστούμε περί Κανόνος, δήθεν, και Τζόις. Αυτή την εβδομάδα θα διασκεδάσουμε εμείς τους υπόλοιπους λογοτέχνες, βιβλιοκριτικούς κ.λπ. – κι έπειτα θα κατέβουμε να καθίσουμε ήσυχα ήσυχα ανάμεσα τους, ενώ οι δύο επόμενοι συνάδελφοι θα σπεύδουν να εκτελέσουν το δικό τους νούμερο. Έτσι περνάει ευχάριστα ο καιρός ως τις επόμενες βραβεύσεις…»

Απόλαυση, άσε που μπορείτε να το χρησιμοποιήσετε και για διαπληκτισμούς μπλόγκερζζζ.

Να 'μαι κι εγώ με το καπελάκι μου (εδώ είναι πριν το βγάλω στον κο Κοροπούλη).

5 comments:

Anonymous said...

δεν έχω διαβάσει τον Κ Κοροπουλη στην ανάλυση του, αλλά εσύ γιατί βρίσκεις υπερτιμημένο τον Τζους;

Από που είναι η φώτο;

Anonymous said...

Το σχόλιο επί της καταχώρισης στο έκανα τηλεφωνικώς. Ξέχασα όμως να σου πω ότι διάβασα (και διαβάζω στους συναδέλφους μου στα διαλείμματα), μετά τις υποδείξεις σου τον Φρανκ Μακ Κωρτ. Αν και όχι εξαιρετικός, οπωσδήποτε απολαυστικός!

Annabooklover said...

Βασίλη η φωτό είναι από το εξωτικό μέρος στο οποίο ζω και λέγεται Λάρισα (σε μια από τις καινούριες γέφυρες).
Για τον Οδυσσέα του Τζόις θα πω κάτι αυθαίρετο: γιατί δε μπορώ να τον διαβάσω.

Θάνο, ο Μακ Κορτ για μας τους εκπαιδευτικούς είναι πράγματι απολαυστικός!

Annabooklover said...

Τώρα που το ξανασκέφτομαι Βασίλη νομίζω ότι βρήκα τη σωστή απάντηση στην ερώτηση σου: Γιατί όσα δε φτάνει η Αλεπού τα κάνει κρεμαστάρια!

Anonymous said...

χαχαχαχα!

σε ρώτησα γιατί από πολλούς ακούω το αντίστοιχο για τον Τζους ως μια απόλυτη γνώμη τύπου 'επειδή το είπα εγώ', πράγμα που δεν χωράει εύκολα στην λογοτεχνία ειδικά όταν βλέπεις το έργο εκτός πλαισίου (χρονικού και κοινωνικού).

Μπαιδεγουεη έκανα στρατό στην Λάρισα το 1999 για 3 μήνες στην Α΄ Στρατιά και την ξέρω ΠΟΛΥ καλά την πόλη και έχω τις καλύτερες αναμνήσεις (σε όλα τα επιπεδα).