Thursday, August 31, 2006

Παρανομία

Διάβασα ένα άρθρo στην Ελευθεροτυπία για τη νέα τάση (ελληνιστί trend) στις πρωτεύουσες του κόσμου. Αντί , λέει οι άνθρωποι να πηγαίνουν σε πανάκριβα εστιατόρια μαζεύονται σε σπίτια όπου ο οικοδεσπότης τούς μαγειρεύει καλά μεν αλλά με πολύ λιγότερα χρήματα. Για να βρεθείς εκεί πρέπει να ξέρεις κάποιον που ξέρει τον ιδιοκτήτη και πάει λέγοντας γιατί υπάρχει και ο φόβος της εφορίας. Είχα ξαναδιαβάσει γι αυτό, αναφερόταν στη Ρώμη όπου αυτή η φάση γινόταν για οικονομικούς κυρίως λόγους. Τώρα λέει είναι σαν παιχνίδι, είναι μόδα, έχει ένα συνωμοτικό χαρακτήρα και πολλές φορές το αντίτιμο είναι τόσο όσο σε ένα εστιατόριο ίσως και ακριβότερο.

Εδώ δε βλέπω να πιάνει αυτή η μόδα γιατί ακόμη το να φας έξω δεν είναι απαγορευτικό. (Τουλάχιστον εδώ που ζω εγώ). Νομίζω όμως ότι σε μερικά χρόνια θα αλλάξει η μόδα στην Ελλάδα και το εξωτερικό και το σκηνικό θα διαμορφωθεί κάπως έτσι:

Συναντάς ένα παλιό σου συμμαθητή που έχεις χρόνια να δεις.
- Τι κάνεις ρε Σάββα, πώς πάει;
- Μια χαρά, εσύ;
- Ωραία, ωραία, θες να βρεθούμε να τα πούμε γιατί τώρα βιάζομαι;
- Α, τέλεια και ξέρω ένα φανταστικό μέρος να σε πάω για φαγητό.
- Για λέγε, για λέγε…
- Είναι μια τύπισσα μωρέ σε μια πολυκατοικία εδώ κοντά, που μαγειρεύει πολύ ωραία.
- Α, ναι; Και τι κουζίνα μαγειρεύει;
- Α, εξαίρετα πράγματα, που δεν έχεις φάει εδώ και χρόνια, έχει κάτι άκριες με αγρότες και βρίσκει φασολάκια, μπάμιες, φάβα και τέτοια. Κάνει κάτι γιουβαρλάκια απίστευτα, νομίζεις ότι ξανάγινες παιδί!
- Τι μου λες ρε Σάββα, σοβαρά, μήπως κάνει και γεμιστά; Έχω να φάω απ'το 2000…
- Ναι, σου λέω, άντε να βρεθούμε αύριο, αλλά να ξέρεις θα στοιχίσει κάτι παραπάνω αν πάρεις λαχανικά.
- Να πάμε ρε Σάββα, αλλά να προσέχουμε, γιατί έχω μια καταδίκη για κουτσό κι αν με ξαναπιάσουνε, είμαι χαμένος.

Friday, August 25, 2006

Larry Cool, Τον "Κανένα" θα τον φάω τελευταίο,

Διάβασα «τον Κανένα θα τον Φάω Τελευταίο» (εκδόσεις Τυφλόμυγα -Αμόνι) και ξετρελάθηκα. Είναι το βιβλίο που σας είχα πει ότι μου είχε στείλει ο Λάρρυ Κουλ. Είχα μάλιστα και αγωνία γιατί από πρώτη ματιά, ( εξώφυλλο, περίληψη στο πίσω μέρος) δεν μου είχε κάνει καλή εντύπωση και πώς θα έγραφα αρνητικά σχόλια; (Έχω πρόβλημα, το ξέρω)

Αλλά το βιβλίο ήταν μια αποκάλυψη. Κάθισα κι εγώ και το διάβασα μονοκοπανιά, μόνο στο τέλος άφησα 5-6 σελίδες γιατί είχε πάει τρεις το πρωί και δεν ήθελα να τελειώσει.
Είναι πολύ παράξενο αυτό το βιβλίο, γραμμένο σε καθαρεύουσα κυρίως που στην αρχή σου φαίνεται δύσκολη και αναγκάζεσαι να διαβάζεις αργά, σαν έχεις στραμπουλίξει τη γλώσσα σου. Μετά το συνηθίζεις όμως και αρχίζεις θυμάσαι διάφορες παλιές λέξεις. Όπου οι λέξεις είναι πολύ παράξενες, ο Λάρρυ σε βοηθάει, μη φοβάσαι. Για παράδειγμα όταν πάει στο μπακάλη με μία λίστα για ψώνια, ιδού τι διαβάζει : «… οπώραι, ζυμαρικά, γεώμηλα, οίνος, λυκοπερσικά –δηλαδή τομάτες- ορνίθιον, λεπτοκομμένον κρέας, γάλα, άρτος, δαύκοι – κοινώς καρότα- σέλινον, σκόροδον, πεφρυγμένος άρτος, απορρυπαντικόν και τρωγάλια δηλαδή ξηροί καρποί».

Ο ήρωας είναι ένας τύπος που έχει χάσει τη μνήμη του και ψάχνει να βρει ποιος είναι, στο Λονδίνο κα τη Νέα Υόρκη αλλά και στην Ιθάκη των παιδικών του χρόνων. Από δω και πέρα όμως, φράσεις όπως Δίκτυο, μνήμη, unrecovered error αποκτούν διπλή σημασία. Είναι μια ιστορία για το web και τους ανθρώπους που χάνονται μέσα του και χάνουν μαζί και τη μνήμη τους, για τους εικονικούς έρωτες ή το εικονικό σεξ αλλά και για την επανάσταση και τη φιλία.

Μου άρεσε πολύ, μου θύμισε το «1984» του Όργουελ, παρόλο που είναι ένα σύντομο βιβλίο καταφέρνει να δημιουργήσει το δικό του σύμπαν, ένα σύμπαν στο οποίο οι γυναίκες αντί να περιμένουν τον Οδυσσέα τους υφαίνοντας, γράφουν την πτυχιακή τους εργασία και κάθε βράδυ τη σβήνουν πατώντας το πλήκτρο backspace.

Αυτό που με διαολίζει είναι ότι το βιβλιαράκι κατά πάσα πιθανότητα θα μείνει μυστικό, λίγοι άνθρωποι θα το διαβάσουν ενώ κάτι σαπουνόφουσκες τύπου «Μαμάδες Βορείων Προαστίων» πουλάνε σαν τρελές. Καλή τύχη Λάρρυ.


Διάβασα και το “The Last Confession of Mabel Stark” του Robert Hough. Είναι μια ιστορία μιας φοβερής γυναίκας που γεννήθηκε γύρω στο 1896 και έγινε σπουδαία θηριοδαμάστρια τη χρυσή εποχή του τσίρκου (1920-1930) στην Αμερική. Πολύ ωραίο κι αυτό το βιβλίο, το θράσος και το θάρρος αυτής της γυναίκας ήταν τα πιο εντυπωσιακά. Βασίζεται σε κάποια πραγματικά γεγονότα που ο συγγραφέας συμπλήρωσε με τη φαντασία του.

Α, ναι ξέχασα ότι αγόρασα και το τρίτο βιβλίο της Μαϊτένα, της σκιτσογράφου από την Αργεντινή. Τα προηγούμενα δύο βιβλία της από τη σειρά Γυναίκες Τρελλαμένες (εκδόσεις Bell) μου είχαν αρέσει πολύ. Ακροβατούσαν ανάμεσα στο αστείο και το πικρό, όπως και οι σχέσεις που περιγράφει άλλωστε. Αυτό το τρίτο όμως μου φάνηκε σαν επανάληψη, δεν είχε τόσο οίστρο, δεν ξέρω ή εγώ τα βαρέθηκα ή πράγματι δύο βιβλιαράκια είναι αρκετά. (Αυτά τα βιβλία είναι τα πρώτα για τα οποία έγραψα σε αυτό το μπλογκ περίπου ένα χρόνο πριν, το Σεπτέμβριο του 2005). Τουλάχιστον μου δώσανε κι ένα μπλουζάκι με το βιβλίο :-)



Τώρα μετά από δύο καλά βιβλία κάνω ένα διάλειμμα, διαβάζω διάφορα άρθρα που αφορούν τη δουλειά μου, έχω σκοπό να γράψω κι εγώ κάτι για την εκπαιδευτική τεχνολογία. Από το 2003 που τέλειωσα το μεταπτυχιακό δεν είχα ασχοληθεί ιδιαίτερα και τώρα που άρχισα να τα ξαναψάχνω βλέπω καινούριους τρόπους να εκμεταλλευτείς την τεχνολογία μέσα στην τάξη. Αυτό που μου άρεσε πιο πολύ ήταν ένα κείμενο για το blogging σε ένα σοβαρό journal (language Learning and Technology) του χώρου.

Sunday, August 20, 2006

Σπίτι μου, σπιτάκι μου

Επιστροφή στο σπίτι. Με χαρά γύρισα, πραγματικά κι ας έχει ζέστη, κι ας μην κοιμάμαι τα βράδια, κι ας πιάστηκε ο λαιμός μου χθες που αποκοιμήθηκα με τον ανεμιστήρα ανοιχτό. Όσο καλά κι αν περνάω στις διακοπές, πουθενά δεν πίνω τόσο ωραίο καφέ όσο στο σπίτι μου.

Τα βιβλία πολλά, άλλα ωραία, άλλα χάλια θα σας τα γράψω και αναλυτικά. Είχαμε μείνει εκεί που δεν έβρισκα το επόμενο καλό βιβλίο. Ευτυχώς που υπάρχουν και οι βιβλιοθήκες. Ειδικά στη Ρόδο υπάρχει μια πανέμορφη δημοτική βιβλιοθήκη, πολύ ζωντανή κατά τη γνώμη μου, πάντα έχει κόσμο που δανείζεται βιβλία, πάντα κάποιος θα διαβάζει στο ειδυλλιακό αναγνωστήριο.


Οι βιβλιοθηκάριοι αληθινοί βιβλιόφιλοι, ευγενέστατοι. Όσοι πάτε στη Ρόδο να επισκεφθείτε οπωσδήποτε το ωραίο κτίριο της έπαυλης, κι ας μη δανειστείτε βιβλία, να πάτε και στο μικρό θερμοκήπιο που έχει και να καθήσετε σε ένα παγκάκι στον κήπο.


Λοιπόν απ’το προηγούμενο ποστ διάβασα:

Chanel No 5 της Jilliane Hoffman, εκδόσεις ΛΙΒΑΝΗ. Αστυνομικό, μέτριο, στο στυλ πολύ εμπορικών συγγραφέων όπως η Patricia Cornwell και ο John Sanford. Πολύ αναλυτικές περιγραφές της βίας και των πτωμάτων, οι αστυνομικοί, οι εισαγγελείς είναι γενικά καλοί και προστατεύουν τον πολίτη, καμία σχέση με τη διαφθορά και την καχυποψία προς την αστυνομία που συναντάμε σε Ευρωπαίους συγγραφείς. Το τέλος τόσο χάπι, τόσο Αμερικάνικο που είναι σαν να πούλησε τα δικαιώματα για την ταινία πριν τελειώσει το βιβλίο.

Εγκώμιο Ωρίμων Γυναικών του Στίβεν Βιζίνσευ, εκδόσεις ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑ. Αυτό το βιβλίο ήταν υπέροχο. Δεν ξέρω πώς να το περιγράψω με μια λέξη. Ο συγγραφέας, Ούγγρος μετανάστης στις ΗΠΑ, περιγράφει σε κάποια μεγαλύτερη ηλικία τις πρώτες του ερωτικές εμπειρίες στην πατρίδα του και σε άλλες χώρες που βρέθηκε τη δεκαετία του ’50. Το 1956 που έγινε η εξέγερση εναντίον των Σοβιετικών ο συγγραφέας έφυγε από την πατρίδα του και βρέθηκε πρώτα στην Ιταλία και μετά στον Καναδά και τις ΗΠΑ. Σε αυτή της σελίδα της Πρωτοπορίας θα βρείτε το κείμενο με το οποίο παρουσιάστηκε το βιβλίο στη Βιβλιοθήκη της Ελευθεροτυπίας το 2003. Εγώ θα σας πω ότι μου άρεσε πάρα πολύ γιατί ο άνθρωπος παρόλο που όταν τα έγραφε δεν είχε παντρευτεί περιγράφει με τρομερό ρεαλισμό τον γάμο και τις σχέσεις. Συν ότι τον διακατέχει μια λατρεία για τις μεγαλύτερες γυναίκες, δεν ασχολείται με τα πιπίνια των 18 χρονών αλλά με τριαντάρες και άνω, κατά προτίμηση παντρεμένες… Κι εκεί που κάνει μια μικρή κοιλιά το βιβλίο, γιατί περνάει από τη μια γυναίκα στην άλλη με τρομερή ευκολία, περιγράφει τη φυγή του προς τη δύση και πως προσαρμόστηκε (;) εκεί, και σε συνεπαίρνει ξανά. Υπέροχο βιβλίο, ξαναλέω, ελπίζω να το βρω και να το αγοράσω, ήταν από αυτά που δανείστηκα απ’τη βιβλιοθήκη.

Ράβελσταϊν του Σωλ Μπέλοου, εκδόσεις ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ.
Αυτό φαίνεται πολύ ενδιαφέρον διάβασα περίπου το μισό για ένα τύπο, ακαδημαϊκό larger than life, που γράφει ένα βιβλίο και γίνεται σταρ. Την ιστορία διηγείται, ένας φίλος του ακαδημαϊκός και αυτός, μεγαλύτερος του. Δυστυχώς δεν πρόλαβα να το τελειώσω γιατί ήρθε η μέρα της αναχώρησης και έπρεπε να το επιστρέψω. Του χρόνου θα το ξαναδανειστώ.

Η Αλήθεια του Αλιγάτορα του Μάσιμο Καρλότο, εκδόσεις ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ.
Κι άλλο αστυνομικό, πολύ καλό αυτό, μου αρέσουν οι Ιταλοί (και οι Ισπανοί και οι Γάλλοι) συγγραφείς νουάρ. Εδώ οι άνθρωποι δεν εμπιστεύονται τους μπάτσους, ούτε τους δικαστικούς, ούτε τους γιατρούς. Λίγο τους δημοσιογράφους των εφημερίδων κι αυτούς με καχυποψία. Ο συγγραφέας έχει ζήσει ο ίδιος στη φυλακή και ξέρει τον υπόκοσμο και τους τρόπους του. Είναι πολύ αληθοφανές, με ελάχιστη βία μόνο τρεις-τέσσερις φόνοι σε όλο το βιβλίο.

Μαμάδες Βορείων Προαστίων της Παυλίνας Νάσιουτζικ, εκδόσεις ΜΕΛΑΝΙ.
Αυτό είναι μια απίστευτη πατάτα, το διάβασα σε 2 ώρες, ευτυχώς είναι σύντομο αλλά θα μπορούσε να είναι διήγημα. Δυστυχώς κάποιος είπες στη συγγραφέα ότι έχει υλικό για μυθιστόρημα και αυτή τον πίστεψε. Μετά της είπε ότι θα το προωθήσει κιόλας, γιατί έχω δει πολλές διαφημίσεις, κι εκείνη είπε γιατί όχι. Υποτίθεται ότι μιλάει για το γάμο σήμερα στην Ελλάδα, αλλά εγώ νομίζω ότι ένα μυθιστόρημα επιστημονικής φαντασίας, καλά όχι επιστημονικής, φαντασίας όμως σίγουρα. Δεν υπάρχουν τέτοιες γυναίκες που βασανίζουν τους άντρες και τα παιδιά τους, αλλά μεταμορφώνονται σε νεράιδες μόλις ερωτεύονται. Ο Στίβεν Βιζίνσεϊ τα λέει πολύ καλύτερα κι ας είναι άντρας.

Τώρα διαβάζω ένα που μου αρέσει πολύ, άγνωστο εδώ, The Last Confession of Mabel Starks, εκδόσεις Vintage Canada με ηρωίδα μια θηριοδαμάστρια του τσλιρκου στις αρχές του αιώνα. Θα σας ενημερώσω σχετικά.

Άλλα πράγματα ππου διάβαζα στις διακοπές ήταν μερικά καινούρια μπλογκ που ανακάλυψα όπως αυτό του booklad με μερικές πολύ ενδιαφέρουσες στατιστικές για τα βιβλία αλλά και ένα κειμενάκι για παλιά vintage paperbacks, με ωραία εξώφυλλα που πιστεύω θα αρέσουν πολύ στον Κουκουζέλη. Αλλά και και το blog της Lotus είναι πολύ ωραίο ειδικά αυτό το κείμενο για την Enid Blyton, που διάβαζα κι εγώ σαν παιδί. Επίσης Μαρία (εσύ, φιλενάδα που είσαι ακόμη στη Ρόδο και βαριέσαι) και Στάθη νομίζω θα σας ενδιαφέρει αυτό το μπλογκ ενός Έλληνα στη Φιλανδία

Άλλη μια φωτό απ'τις δικές μου διακοπές, είναι η αγαπημένη μου για φέτος. Καλό αποκαλόκαιρο λοιπόν, από αύριο επιστρέφουν οι περισσότεροι πιστεύω.

Monday, August 07, 2006

Μου συμβαίνει συχνά αυτό: να διαβάσω ένα καλό βιβλίο και μετά να μη μπορώ να βρω το επόμενο καλό. Είναι λίγο όπως οι σχέσεις, δεν είναι; Μετά από μια πολύ καλή σχέση οι επόμενες σου φάινονται λίγες, μέτριες, μέχρι να βρεις τον επόμενο μεγάλο έρωτα ;-) (Εδώ η ειδική στις σχέσεις , χα, χα, χα)

Τελοσπάντων αφού τέλειωσα τον Τζάκ, έπιασα τον Αστυνόμο Χαρίτο. ( Βασικός Μέτοχος του Πέτρου Μάρκαρη). Έχω μακριά σχέση με τον κο Χαρίτο όποτε δεν τον θεωρώ καινούριο αμόρε. Ας τα πάρουμε απ’την αρχή λοιπόν, όπως θάλεγε και η Dr Garcia η ψυχαναλύτρια του Τζακ:

Πριν από τρία χρόνια, καλοκαίρι του 2003 ήρθαμε πάλι Ρόδο. Ο μπαμπάς μου, όπως έχω ξαναπεί, είναι μανιώδης αναγνώστης και δη αστυνομικών μυθιστορημάτων. Εκείνες τις μέρες είχε διαβάσει το βιβλίο «Ο Τσε αυτοκτόνησε» και ήταν όλο χαρά γιατί είχε καλή παρέα όσο το διάβαζε. Εγώ δεν είχα ξαναδιαβάσει Μάρκαρη έχοντας μια επιφύλαξη για τους Έλληνες συγγραφείς αστυνομικών. (ΟΚ, λάθος μου, το ομολογώ). Διάβασα τον Τσε όμως και κόλλησα, τα πήρα με αντίστροφη σειρά (Άμυνα Ζώνης, Νυχτερινό Δελτίο) και τα λάτρεψα. Δεν είχα δει ούτε την τηλεοπτική σειρά με το Μηνά Χατζησάββα οπότε ήμουνα ελεύθερη να τον φαντάζομαι όπως θέλω.

Αυτό που μου άρεσε πιο πολύ είναι ότι οι ήρωες εξελίσσονται με το κάθε βιβλίο και δεν είναι στατικοί. Θυμάμαι στο πρώτο βιβλίο ο Χαρίτος μπορεί να έδινε και καμιά σφαλιάρα στη γυναίκα του ενώ στο τελευταίο, το φετινό είναι πολύ κύριος. Στο Βασικό Μέτοχο για να πω την αλήθεια, το καθαρά αστυνομικό μέρος μου φάνηκε κάπως παρατραβηγμένο. Και αυτό με τη φωτογραφία στο τέλος μου φάνηκε καθαρή τύχη.

Αλλά μια άλλη κρυφή πρωταγωνίστρια στο βιβλίο είναι η Αθήνα η ίδια. Με τα καφενεία και τις καφέτεριες της με τους κεντρικούς δρόμους και τα δρομάκια, με την κίνηση και τη ζέστη της. Λέει κάπου ότι οι κάτοικοι της Αθήνας υπομένουν την κόλαση της μέρας για να απολαύσουν τις βραδινές ώρες που είναι όνειρο, ειδικά το καλοκαίρι. Δεν είναι έτσι πράγματι;

Είχα σημειώσει κι άλλα πολλά να σας γράψω αλλά στα αστυνομικά έχει πολύ σημασία η έκπληξη όποτε να μη σας το χαλάσω. Για όσους έχουν διαβάσει και τα υπόλοιπα αυτό στέκεται στο ύψος του, αν και νομίζω ότι ο Τσε ήταν καλύτερος. Αλλά και όσοι θέλετε ν’αρχίσετε με αυτό, δεν ειναι κακή ιδέα, διαβάστε όμως το Μάρκαρη αξίζει (εκδόσεις Γαβριηλίδη).

Τέλειωσε και ο Χαρίτος όμως, κι εγώ έχω δυο μέρες που δε διαβάζω τίποτε. Έχω αρχίσει τρία βιβλία δηλαδή, αλλά τα παρατάω πριν τη σελίδα 100. Το πρώτο μια απίστευτη πατάτα που λέγεται «Σοκολάτα για φόνο» κάποιας Nancy Fairbanks (εκδόσεις Λυχνάρι) από την Αμερική. Παρασύρθηκα από τον υπέρτιτλο που λέει «Γαστρονομικό μυστήριο με συνταγές». Σκέφτομαι η καλή σου, πως αφού με ενδιαφέρει και η γαστρονομία και τα μυστήρια, καλό θα είναι. Αλλά πολύ σούπα ρε παιδί μου ένα στυλ γραφής τόσο ανιαρό και αφελές λες και απευθύνεται σε παιδιά.

Μετά βρήκα πάλι στη βιβλιοθήκη του μπαμπά την περίφημη «Διαφθορά» του Irvine Welsh, με ήρωα τον αστυνόμο Bruce Robertson στο Εδιμβούργο. Είναι του ίδιου συγγραφέα που είχε γράψει το Trainspotting. Φανταστείτε τώρα μια ιστορία ενός αστυνόμου πολύ χειρότερο από τα ρεμάλια του Trainspotting. Μιλάμε για ένα βρωμιάρη, τεμπέλη, πανέξυπνο, πανούργο, μισογύνη, μέθυσο, και λίγα λέω. Σε κάθε σελίδα σου’ρχεται να ξεράσεις, μιλάμε για τρομερή αηδία, διάβασα το μισό σχεδόν και μετά είπα, «Δεν πας καλά ρε Άννα, γιατί πρέπει να υποβάλλεις τον εαυτό σου σε αυτό το μαρτύριο». Αλλά βέβαια πήγα κι εγώ και άκουσα τον Bruce Robertson τον ίδιο, τί περίμενα, αντί να ακούσω τις προτάσεις άλλων καλών παιδιών με τρόπους και με ανατροφή. :-)

Το τρίτο που έπιασα χθες είναι μια βιογραφία του Τσε από έναν αγαπημένο συγγραφέα τον Paco Ignacio Taibo II. Αλλά είναι κι αυτό τόσο μεγάλο που δεν μπορώ να το κουβαλάω πέρα δώθε μαζί μου. Οπότε πάλι στον άσσο. Γιατί άφησα τα ωραία μου βιβλιαράκια πίσω στο σπίτι; Ουφ, τα είπα και ξαλάφρωσα!

Sunday, August 06, 2006

Until I find you by John Irving

Ένα παιδί τεσσάρων χρονών ξεκινάει απ’τον Καναδά με τη μητέρα του για τις χώρες της Βόρειας Θάλασσας. Η μητέρα του είναι 22 χρονών και είναι καλλιτέχνης του τατουάζ. Δουλεύοντας στα εργαστήρια άλλων καλλιτεχνών του τατουάζ έχει σκοπό να βγάζει τα χρήματα που χρειάζεται για το ταξίδι. Σκοπός του ταξιδιού να βρουν τον πατέρα του παιδιού ο οποίος τους παράτησε λίγο μετά τη γέννηση του μικρού. Ή έτσι ισχυρίζεται η Άλις. Ο Τζακ Καίει (Jack Burns) είναι ένας τετράχρονος με υψηλή ευφυία και απίστευτη μνήμη. Σε αυτό το ταξίδι που διαρκεί ένα χρόνο σχεδόν, γίνονται πολλά επηρεάζουν την προσωπικότητα του παιδιού, και μένουν για πάντα χαραγμένα στο μυαλό του. Συναντήσεις με τους πιο σημαντικούς τατουατζήδες της Βόρειας Ευρώπης, συναντήσεις με παράξενους πελάτες, πόρνες στο Άμστερνταμ και σολίστ του εκκλησιαστικού όργανου μια και ο πατέρας του είναι και ο ίδιος αξιόλογος σολίστ. Κάποια στιγμή γυρίζουν πίσω χωρίς να έχουν βρει τον πατέρα. Όλα αυτά είναι σχεδον το 1/10 του βιβλίου. Από δω και πέρα αρχίζουν οι αληθινές περιπέτειες του Τζακ.

Το βιβλίο βάζει τόσα πολλά θέματα προς συζητηση που μόνο η αναφορά τους γεμίζει το ποστ: Σχέσεις μητέρας – γιου. Σχέσεις γιου και απόντος πατέρα. Γιατί είναι τόσο δύσκολο να συμβιβαστούμε με την απόρριψη από τους γονείς μας; Η δύναμη της οικογένειας, η ανάγκη για οικογένεια. Μνήμη: Θυμόμαστε πραγματικά τί μας συνέβη όταν ήμασταν παιδιά ή δημιούργουμε τις αναμνήσεις μας ανάλογα με αυτά που μας διηγούνται; Γιατί ψάχνουμε όλοι να βρούμε ένα μέρος όπου κολλάμε, ανήκουμε; Γιατί οι άνθρωποι συγχωρούν τόσο δύσκολα; Τατουάζ: γιατί μερικοί άνθρωποι διαλέγουν να καλύψουν όλο το σώμα τους με τατουάζ; Τί ψάχνουν αυτοί οι εθισμένοι στο μελάνι που κάθε τατουαζ τους λέει μια ιστορία; Πότε πάσχουμε από κατάθλιψη και δεν το γνωρίζουμε; Οι δάσκαλοι μας: Πόσο σημαντικές είναι οι πρώτες σχολικές εμπειρίες; Το Άμστερνταμ: οι πόρνες, η περιοχή με τα κόκκινα φανάρια. Οι καλλιτέχνες και η φωνή τους Η ψυχανάλυση, η διασημότητα, το σεξ, οι άνθρωποι με αναπηρίες. Η μουσική.


Αφού πηδήσω τα ενδιάμεσα σας πάω προς το τέλος του βιβλίου. Θα βρει επιτέλους ο Τζακ την οικογένεια που ψάχνει; Θα ξεπεράσει όλες τις χοντράδες που έχει κάνει στη ζωή του απ’το να αυνανιστεί με τη φιλενάδα της μάνας του ως να πηδήξει εν αγνοία του την 15χρονη κόρη μιας πρώην φιλέναδας του.

Κι εγώ γιατί συγκινούμαι τόσο πολύ από ένα βιβλίο που μιλάει για δυο πολύ κλειστούς κόσμους, αυτόν των τατουάζ και αυτόν της εκκλησιαστικής μουσικής. Μήπως είναι η μουσική του Bob Dylan που αντηχεί σε κάθε σελίδα ή η μουσική του Bach και του Hendel που στοιχειώνει τα όνειρα του Τζακ;

Μήπως γιατί είναι το πιο προσωπικό βιβλίο του συγγραφέα και έβαλε σε αυτό όλη του τη μαστοριά; Ο Τζων Ίρβινγκ πάντα με κάνει να κλαίω, έχει ένα κόλλημα με τα παιδιά και το βίαιο θάνατο τους και σε όσα βιβλία του έχω διαβάσει, με παίρνουν τα ζουμιά. Εδώ δεν έχουμε τίποτε παρόμοιο, τα πιο βίαια περιστατικά είναι αυτά στα ριγκ που μαθαίνει ο Τζακ να παλεύει. Όμως το βιβλίο γραφόταν επί 6,5 χρόνια και λίγο πριν τελειώσει ο συγγραφέας ανακάλυψε τον πατέρα του ο οποίος τον είχε εγκαταλείψει κι αυτόν όταν ήταν παιδί. Μόνο που ο αληθινός πατέρας είχε ήδη πεθάνει. Ευτυχώς το βιβλίο είναι πιο αισιόδοξο.

Η γραφή του είναι πραγματιστική, χωρίς περιττές σάλτσες και περιγραφές. Παραδόξως ενώ μιλάει τόσο πολύ για τις (κυρίως σεξουαλικές ) σχέσεις του Τζακ, έχει ελάχιστες ερωτικές σκηνές. Η μάνα του συγγραφέα (που τη φαντάζομαι ως μια μεσοαστή Αμερικάνα με βαμμένα μαλλιά σε χρώμα ακαζού) του έλεγε για το προηγούμενο βιβλίο του: «Όχι πάλι σκηνές με δονητές». Εδώ νομίζω ότι υπάρχει μόνο μια αναφορά σε δονητή και πάλι όχι σε δράση. Είναι ένα βιβλίο για την αέναη αναζήτηση μιας σταθερότητας στη ζωή μας. Ένα βιβλίο που ο ήρωας ψάχνει για κάτι χωρίς να ξέρει τί είναι. Αλλά δεν μπορεί να ησυχάσει αν δεν το βρει. Έτσι δεν είμαστε όλοι; Πες το με όποιο όνομα θέλεις, πες το Θεό, πες το επαγγελματική καταξίωση, πες το λεφτά, φήμη, νιρβάνα, πες το μεγάλο έρωτα, θα ψάχνω until I find you.



Όπως βλέπετε ο Tom έμεινε στη Λάρισα ενώ ο Jack ταξίδεψε για Ρόδο.