Μια ομάδα συναδέλφων τώρα μαθαίνει για τους υπολογιστές και εντελώς τυχαία, την Παρασκευή, έβαλαν σε μια μηχανή αναζήτησης τις λέξεις "Σχολεία Σοφάδων και Καρδίτσας". Έτσι έπεσαν πάνω στο δικό μου μπλογκ μια και είχα γράψει για το σχολείο τον Οκτώβριο. Εννοείται ότι εγώ δεν τους είχα αναφέρει τίποτε.
Έτσι λοιπόν αυτό το ποστ είναι αφιερωμένο σε αυτούς που πρώτη φορά βρίσκονται σε ένα μπλογκ. Αυτό παιδιά είναι το δικτυακό μου ημερολογιο. Χιλιάδες , μπορεί και εκατομμύρια άνθρωποι σε όλο τον κόσμο κάνουν το ίδιο. Γράφουν ό,τι θέλουν, άλλοι πιο εξειδικευμένα και άλλοι γενικά. Αν θέλετε να δείτε μερικά παραδείγματα μπορείτε να δοκιμάσετε από τη λίστα που έχω στο πλάι, εκεί που λέει Blogs.
Προσωπικά το ξεκίνησα γιατί μου αρέσει να γράφω και το είδα σαν άσκηση. Μετά ανακάλυψα ότι μου αρέσει και να διαβάζω τα μπλογκς των άλλων. Καλή διασκέδαση σας εύχομαι, το ίντερνετ είναι το πιο σπουδαίο εργαλείο που έχουμε εμείς οι δάσκαλοι.
Monday, June 19, 2006
Sunday, June 18, 2006
J.J. Cale - Sensitive kind
Αυτό το κομμάτι το πρωτοάκουσα το 92 ή το 93. Έχω το δίσκο και μάλιστα 2 φορές και έψαχνα καιρό να το κατεβάσω σε mp3 αλλά δεν το έβρισκα. Δεν έψαχνα στο σωστό μέρος μάλλον.
Don't take her for granted
she had a hard time
don't misunderstand her
or play with her mind
treat her so gently
it will pay you in time
you gotta know
she's a sensitive kind
tell her you love her
each and every night
you will discover
she will treat you right
if you believe
i know you will find
there ain't nothing like
a sensitive kind
she gets so lonely
waiting for you
you are the only
thing to help her through
don't take her for granted
she had a hard time
you gotta know
she's a sensitive kind
Ψάχνοντας τώρα για τα λόγια βρήκα μια κριτική κάποιου κιθαρίστα που έλεγε ότι τα λόγια δεν λένε και τίποτε ιδιαίτερο. Πόσο διαφορετική άποψη μπορεί να έχεις κάποιος άνθρωπος; Για μένα κάθε κουβέντα αυτού του τραγουδιού μετράει και σημαίνει κάτι.
Don't take her for granted
she had a hard time
don't misunderstand her
or play with her mind
treat her so gently
it will pay you in time
you gotta know
she's a sensitive kind
tell her you love her
each and every night
you will discover
she will treat you right
if you believe
i know you will find
there ain't nothing like
a sensitive kind
she gets so lonely
waiting for you
you are the only
thing to help her through
don't take her for granted
she had a hard time
you gotta know
she's a sensitive kind
Ψάχνοντας τώρα για τα λόγια βρήκα μια κριτική κάποιου κιθαρίστα που έλεγε ότι τα λόγια δεν λένε και τίποτε ιδιαίτερο. Πόσο διαφορετική άποψη μπορεί να έχεις κάποιος άνθρωπος; Για μένα κάθε κουβέντα αυτού του τραγουδιού μετράει και σημαίνει κάτι.
Friday, June 16, 2006
Βιβλία, πολλά βιβλία
Από τη μέρα που τέλειωσα το βιβλίο του Ροθ (που με ταλαιπώρησε για μήνες όπως έχετε ήδη διαβάσει σε άλλο πόστ) διαβάζω ασταμάτητα. Με μεγάλη ευχαρίστηση πηδάω από βιβλιαράκι σε βιβλιαράκι, από εποχή σε εποχή.
Λοιπόν ορίστε η λίστα μου:
W.D. WINGFIELD, A TOUCH OF FROST. Αστυνομικό, από Εγγλέζο συγγραφέα, διαδραματίζεται στις αρχές δεκαετίας του 80. Πολύ συμπαθητικός ο ντετέκτιβ αν και τα κάνει όλα λάθος. Είναι ασουλούπωτος, βρώμικος, αξύριστος, άυπνος, λατρεύει το ποτό (ό,τι να ναι, δεν κάνει διακρίσεις), τρακαδόρος. Είναι μόνος του, κλασικά (η γυναίκα του έχει πεθάνει) ξέρετε εσείς κανένα ντετέκτιβ παντρεμένο με παιδιά; Μόνο τον αστυνόμο Χαρίτο, του αγαπημένου Μάρκαρη. Οι ξένοι όλοι μπακούρια και σαβουρογάμηδες. Τέλος πάντων το βιβλίο μου άρεσε, η γραφή του κυλάει και είναι απολίθωμα μιας άλλης εποχής που το να αστειεύεσαι για το βιασμό μιας γυναίκας ήταν ακόμη αποδεκτό (σχετικά). (Για τα αστυνομικά όμως πρέπει να αφιερώσω ολόκληρο ποστ)
ΓΙΑΝΝΗ ΞΑΝΘΟΥΛΗΣ, Ο Θείος Τάκης. Μυθιστόρημα, το δανείστηκα (δε δίνω λεφτά για Ξανθούλη) και… απογοήτευση. Είχα διαβάσει παλιότερα το «Πεθαμένο Λικέρ», γιατί επέμεινα δεν καταλαβαίνω. Η σαπίλα, η κατάθλιψη, η νεκροφιλία, η κοπρολαγνεία. Ένα μεγάλο μυστικό, που σιγά το μυστικό δηλαδή, ένας τύπος πηδάει τη γυναίκα του και τον αδελφό της, κατατρώει μια οικογένεια και ο πιο ευαίσθητος φεύγει για τον πόλεμο στην Κορέα. Ας το διάβολο, έχασα το χρόνο μου, αλλά έχω κι εγώ κάτι εμμονές, να τελειώνω τα βιβλία που αρχίζω για να μην προσβάλλω το συγγραφέα. Γιάννη (Ξανθούλη), μην προσβάλλεσαι, το διάβασα όλο και σιχτίρισα την ώρα και τη στιγμή.
GUSTAVE FLAUBERT, Madame Bovary. Εντυπωσιαστήκατε ε; Μα τι νομίζατε αγαπητοί φίλοι ότι δε μπορούμε να διαβάσουμε κλασική λογοτεχνία, ότι δεν είναι για μας οι σοβαροί συγγραφείς; Μα, όχι, όχι. (Βέβαια το βιβλίο πάλι τσάμπα το κονομήσαμε, από τα δωράκια της Κυριακάτικης, αλλά τεσπά). Καταρχήν η μετάφραση είναι κι αυτή παλιά, του Κωνσταντίνου Θεοτόκη («Η Τιμή και το Χρήμα», «Σκλάβοι στα Δεσμά τους») και πραγματικά δυσκολεύει την ανάγνωση. Το βιβλίο στην αρχή μου φαινόταν βαρετό. Με το να διαβάζω τόση σύγχρονη λογοτεχνία μετά δυσκολεύομαι να διαβάσω 19ο αιώνα. Θέλει κι αυτό μια εκπαίδευση, μη νομίζετε. Σιγά σιγά όμως μπαίνεις στο νόημα που δεν είναι τελικά η ιστορία της άπιστης κας Μποβαρύ αλλά η ειρωνεία για όλους αυτούς τους μπουρζουάδες που συσσωρεύουν αντικείμενα, παντρεύονται χωρίς να αγαπούν και μετά έχουν μια βαρεμάρα, μια ennui, μια κατάθλιψη χωρίς να ξέρουν γιατί. Ειδικά ο τρόπος που τελειώνει το βιβλίο η τελευταία φράση είναι ξεκαρδιστική κατά τη γνώμη μου.
CAROLE SHIELDS, Unless. Από τα τέσσερα αυτά βιβλία αυτό ήταν το καλύτερο. Η συγγραφέας από τον Καναδά, πολύ αγαπημένη εκεί, είχε κερδίσει πολλά βραβεία (αν σημαίνει κάτι αυτό) ανάμεσα τους και το Πούλιτζερ για το βιβλίο Stone Diaries που έχει μεταφραστεί και στα ελληνικά. Επίσης ένα άλλο που έχει μεταφραστεί εδώ είναι το «Πάρτυ του Λάρυ» (φανταστικό κι αυτό, το διάβασα). Ίσως πρέπει να γράψω πιο διεξοδικά γι αυτή και γιατί με συγκίνησε τόσο αυτό το μικρό βιβλιαράκι. Η πλάκα είναι ότι το απέφευγα, ενώ το είχα τόσο καιρό στο σπίτι επειδή είχα σχηματίσει μια εσφαλμένη εντύπωση γι αυτό. Αλλά είναι υπέροχο, τρυφερό, σύγχρονο, συγκινητικό με λίγα λόγια. Στο «Πάρτυ του Λάρυ» ο Λάρυ ήταν (προφανώς) ο ήρωας και το πιο εντυπωσιακό ήταν ότι περιέγραφε την ψυχολογία του πολύ πειστικά. Εδώ η ηρωίδα είναι μια συγγραφέας, μάνα και σύζυγος που προσπαθεί να αντιμετωπίσει το γεγονός ότι η 18χρονη κόρη της τα εγκαταλείπει όλα για να ζητιανεύει στους δρόμους και να δίνει τα χρήματα στους φτωχούς. Ταυτόχρονα η ζωή συνεχίζεται, έχει άλλες δυο κόρες, γράφει και το δεύτερο βιβλίο της για να ξεχνιέται, έχει τις φίλες της, ένα πιεστικό editor και την απασχολεί ιδιαίτερα η θέση της γυναίκας. Τα βιβλία της δεν έχουν ιδιαίτερη πλοκή , δε συμβαίνουν και πολλά εκεί μέσα αλλά τελικά έτσι είναι η ζωή. Διάβασα αυτή τη συνέντευξη της στον Observer και λέει μερικά ωραία: « Κάποτε με ανησυχούσε που με χαρακτήριζαν γυναικεία συγγραφέα, αλλά όχι πια. Γιατί να ανησυχώ, οι γυναίκες διαβάζουν τα πιο πολλά βιβλία». Μετά λέει ότι άρχισε να γράφει επειδή δε διάβαζε πουθενά για τις γυναίκες που γνώριζε Οι ηρωίδες ήταν είτε γκομενίτσες (bimbos) είτε σκύλες (bitches). Είχε πάει λέει σε μια ομιλία του μεγάλου κριτικού George Steiner και όταν τον ρώτησε γιατί δεν ανέφερε καμιά γυναίκα συγγραφέα αυτός απάντησε ότι δεν υπήρχαν. Υπάρχουν μερικές τον 19ο αιώνα αλλά τον 20ο το είδος εξέλειψε. Στο βιβλίο υπάρχει και αυτό το θέμα για το ότι οι άντρες δεν ενδιαφέρονται για τις σκέψεις των γυναικών. Και συνεχίζει η Shields: «Νομίζω ότι οι άντρες θέλουν να βρίσκονται κοντά στις γυναίκες. Ευχαριστιούνται με τη θηλυκότητα τους και ανακουφίζονται από αυτή. Αλλά νομίζω επίσης ότι δεν ενδιαφέρονται και πολύ για το πώς λειτουργούν οι συνάψεις του γυναικείου εγκέφαλου». Σωστή η Κάρολ. Αυτό θεωρείται από τα πιο σκοτεινά βιβλία της αν και εγώ το βρήκα πολύ αισιόδοξο τελικά. Βάζω και τη φωτογραφία του βιβλίου γιατί μου άρεσε και μόνο να το κρατάω στα χέρια μου. Τελειώνω με κάτι άλλο που είπε η ίδια σχετικά με την ανάγνωση που νομίζω ότι ταιριάζει πολύ σε αυτό το μπλογκ. « Το διάβασμα είναι εξ’ορισμού μια μοναχική πράξη, και η κοινωνία μας είναι κάπως καχύποπτη με αυτούς που κυνηγούν την ευχαρίστηση τους μόνοι τους. Αλλά σε 25 χρόνια από σήμερα προβλέπω ότι θα ξανα- ανακαλύψουμε το βιβλίο. Ξαφνικά οι άνθρωποι θα λένε για το βιβλίο: πόσο φορητό, πόσο μικρό, πόσο άμεσο, πόσο οικονομικό, πόσο ζεστό, πόσο ευλογημένα σιωπηλό, πόσο ζωντανό, πόσο διαρκές, πόσο αλληλεπιδραστικό, πόσο επαναστατικό!».
Λοιπόν ορίστε η λίστα μου:
W.D. WINGFIELD, A TOUCH OF FROST. Αστυνομικό, από Εγγλέζο συγγραφέα, διαδραματίζεται στις αρχές δεκαετίας του 80. Πολύ συμπαθητικός ο ντετέκτιβ αν και τα κάνει όλα λάθος. Είναι ασουλούπωτος, βρώμικος, αξύριστος, άυπνος, λατρεύει το ποτό (ό,τι να ναι, δεν κάνει διακρίσεις), τρακαδόρος. Είναι μόνος του, κλασικά (η γυναίκα του έχει πεθάνει) ξέρετε εσείς κανένα ντετέκτιβ παντρεμένο με παιδιά; Μόνο τον αστυνόμο Χαρίτο, του αγαπημένου Μάρκαρη. Οι ξένοι όλοι μπακούρια και σαβουρογάμηδες. Τέλος πάντων το βιβλίο μου άρεσε, η γραφή του κυλάει και είναι απολίθωμα μιας άλλης εποχής που το να αστειεύεσαι για το βιασμό μιας γυναίκας ήταν ακόμη αποδεκτό (σχετικά). (Για τα αστυνομικά όμως πρέπει να αφιερώσω ολόκληρο ποστ)
ΓΙΑΝΝΗ ΞΑΝΘΟΥΛΗΣ, Ο Θείος Τάκης. Μυθιστόρημα, το δανείστηκα (δε δίνω λεφτά για Ξανθούλη) και… απογοήτευση. Είχα διαβάσει παλιότερα το «Πεθαμένο Λικέρ», γιατί επέμεινα δεν καταλαβαίνω. Η σαπίλα, η κατάθλιψη, η νεκροφιλία, η κοπρολαγνεία. Ένα μεγάλο μυστικό, που σιγά το μυστικό δηλαδή, ένας τύπος πηδάει τη γυναίκα του και τον αδελφό της, κατατρώει μια οικογένεια και ο πιο ευαίσθητος φεύγει για τον πόλεμο στην Κορέα. Ας το διάβολο, έχασα το χρόνο μου, αλλά έχω κι εγώ κάτι εμμονές, να τελειώνω τα βιβλία που αρχίζω για να μην προσβάλλω το συγγραφέα. Γιάννη (Ξανθούλη), μην προσβάλλεσαι, το διάβασα όλο και σιχτίρισα την ώρα και τη στιγμή.
GUSTAVE FLAUBERT, Madame Bovary. Εντυπωσιαστήκατε ε; Μα τι νομίζατε αγαπητοί φίλοι ότι δε μπορούμε να διαβάσουμε κλασική λογοτεχνία, ότι δεν είναι για μας οι σοβαροί συγγραφείς; Μα, όχι, όχι. (Βέβαια το βιβλίο πάλι τσάμπα το κονομήσαμε, από τα δωράκια της Κυριακάτικης, αλλά τεσπά). Καταρχήν η μετάφραση είναι κι αυτή παλιά, του Κωνσταντίνου Θεοτόκη («Η Τιμή και το Χρήμα», «Σκλάβοι στα Δεσμά τους») και πραγματικά δυσκολεύει την ανάγνωση. Το βιβλίο στην αρχή μου φαινόταν βαρετό. Με το να διαβάζω τόση σύγχρονη λογοτεχνία μετά δυσκολεύομαι να διαβάσω 19ο αιώνα. Θέλει κι αυτό μια εκπαίδευση, μη νομίζετε. Σιγά σιγά όμως μπαίνεις στο νόημα που δεν είναι τελικά η ιστορία της άπιστης κας Μποβαρύ αλλά η ειρωνεία για όλους αυτούς τους μπουρζουάδες που συσσωρεύουν αντικείμενα, παντρεύονται χωρίς να αγαπούν και μετά έχουν μια βαρεμάρα, μια ennui, μια κατάθλιψη χωρίς να ξέρουν γιατί. Ειδικά ο τρόπος που τελειώνει το βιβλίο η τελευταία φράση είναι ξεκαρδιστική κατά τη γνώμη μου.
CAROLE SHIELDS, Unless. Από τα τέσσερα αυτά βιβλία αυτό ήταν το καλύτερο. Η συγγραφέας από τον Καναδά, πολύ αγαπημένη εκεί, είχε κερδίσει πολλά βραβεία (αν σημαίνει κάτι αυτό) ανάμεσα τους και το Πούλιτζερ για το βιβλίο Stone Diaries που έχει μεταφραστεί και στα ελληνικά. Επίσης ένα άλλο που έχει μεταφραστεί εδώ είναι το «Πάρτυ του Λάρυ» (φανταστικό κι αυτό, το διάβασα). Ίσως πρέπει να γράψω πιο διεξοδικά γι αυτή και γιατί με συγκίνησε τόσο αυτό το μικρό βιβλιαράκι. Η πλάκα είναι ότι το απέφευγα, ενώ το είχα τόσο καιρό στο σπίτι επειδή είχα σχηματίσει μια εσφαλμένη εντύπωση γι αυτό. Αλλά είναι υπέροχο, τρυφερό, σύγχρονο, συγκινητικό με λίγα λόγια. Στο «Πάρτυ του Λάρυ» ο Λάρυ ήταν (προφανώς) ο ήρωας και το πιο εντυπωσιακό ήταν ότι περιέγραφε την ψυχολογία του πολύ πειστικά. Εδώ η ηρωίδα είναι μια συγγραφέας, μάνα και σύζυγος που προσπαθεί να αντιμετωπίσει το γεγονός ότι η 18χρονη κόρη της τα εγκαταλείπει όλα για να ζητιανεύει στους δρόμους και να δίνει τα χρήματα στους φτωχούς. Ταυτόχρονα η ζωή συνεχίζεται, έχει άλλες δυο κόρες, γράφει και το δεύτερο βιβλίο της για να ξεχνιέται, έχει τις φίλες της, ένα πιεστικό editor και την απασχολεί ιδιαίτερα η θέση της γυναίκας. Τα βιβλία της δεν έχουν ιδιαίτερη πλοκή , δε συμβαίνουν και πολλά εκεί μέσα αλλά τελικά έτσι είναι η ζωή. Διάβασα αυτή τη συνέντευξη της στον Observer και λέει μερικά ωραία: « Κάποτε με ανησυχούσε που με χαρακτήριζαν γυναικεία συγγραφέα, αλλά όχι πια. Γιατί να ανησυχώ, οι γυναίκες διαβάζουν τα πιο πολλά βιβλία». Μετά λέει ότι άρχισε να γράφει επειδή δε διάβαζε πουθενά για τις γυναίκες που γνώριζε Οι ηρωίδες ήταν είτε γκομενίτσες (bimbos) είτε σκύλες (bitches). Είχε πάει λέει σε μια ομιλία του μεγάλου κριτικού George Steiner και όταν τον ρώτησε γιατί δεν ανέφερε καμιά γυναίκα συγγραφέα αυτός απάντησε ότι δεν υπήρχαν. Υπάρχουν μερικές τον 19ο αιώνα αλλά τον 20ο το είδος εξέλειψε. Στο βιβλίο υπάρχει και αυτό το θέμα για το ότι οι άντρες δεν ενδιαφέρονται για τις σκέψεις των γυναικών. Και συνεχίζει η Shields: «Νομίζω ότι οι άντρες θέλουν να βρίσκονται κοντά στις γυναίκες. Ευχαριστιούνται με τη θηλυκότητα τους και ανακουφίζονται από αυτή. Αλλά νομίζω επίσης ότι δεν ενδιαφέρονται και πολύ για το πώς λειτουργούν οι συνάψεις του γυναικείου εγκέφαλου». Σωστή η Κάρολ. Αυτό θεωρείται από τα πιο σκοτεινά βιβλία της αν και εγώ το βρήκα πολύ αισιόδοξο τελικά. Βάζω και τη φωτογραφία του βιβλίου γιατί μου άρεσε και μόνο να το κρατάω στα χέρια μου. Τελειώνω με κάτι άλλο που είπε η ίδια σχετικά με την ανάγνωση που νομίζω ότι ταιριάζει πολύ σε αυτό το μπλογκ. « Το διάβασμα είναι εξ’ορισμού μια μοναχική πράξη, και η κοινωνία μας είναι κάπως καχύποπτη με αυτούς που κυνηγούν την ευχαρίστηση τους μόνοι τους. Αλλά σε 25 χρόνια από σήμερα προβλέπω ότι θα ξανα- ανακαλύψουμε το βιβλίο. Ξαφνικά οι άνθρωποι θα λένε για το βιβλίο: πόσο φορητό, πόσο μικρό, πόσο άμεσο, πόσο οικονομικό, πόσο ζεστό, πόσο ευλογημένα σιωπηλό, πόσο ζωντανό, πόσο διαρκές, πόσο αλληλεπιδραστικό, πόσο επαναστατικό!».
New template
Πως σας φαίνεται το καινούριο μου δέρμα; Το βαρέθηκα το άλλο έτσι μαύρο κι άραχλο, ενώ εγώ είμαι πολύχρωμη πάντα και ειδικά τώρα το καλοκαίρι. Από χθες ψάχνω για free templates, αυτό ήταν το πιο εύκολο γιατί δεν είχε ξεχωριστές εικόνες (το βρήκα εδώ) αλλά τώρα που έχω χρόνο θα εντρυφήσω περισσότερο στο web design και θα σας καταπλήξω :-).
Wednesday, June 14, 2006
School is over!
Αύριο είναι η τελευταία μέρα του σχολείου. Ζήτωωωω! (θέλω να φωνάξω απ΄τη χαρά μου αλλά είμαι σίγουρη ότι θα πέσουν να με φάνε. Σε κάποιο μπλογκ εδώ μέσα είχα δει μια συζήτηση όπου ο μπλόγκερ έλεγε με λίγα λόγια ότι όποιος δε δουλεύει δεν πρέπει να αμείβεται, συμπεριλαμβανομένων των εκπαιδευτικών, των ασθενών, των εγκύων). Οι τελευταίες μέρες είναι ωραίες γιατί τα παιδιά τα πιάνει ξαφνικά μια ευαισθησία και σου εκφράζουν την αγάπη τους γραπτά και προφορικά. Σήμερα φεύγοντας απ’το σχολείο (δε θα είμαι στο ίδιο του χρόνου), μια ομάδα παιδιών άρχισαν να τραγουδάνε James Blunt, αλλά είχαν αλλάξει τους στίχους σε Goodbye my teacher. Νομίζω ότι απέδωσαν τα μαθήματα με τραγούδια που τους έκανα όλη τη χρονιά.
Θέλω και να μιλήσω για το σχολείο γιατί τώρα τελευταία γίνονται ένα σωρό πράγματα που το αφορούν κι εγώ περί άλλα τυρβάζω. Δεν είναι ότι δε με απασχολούν αλλά μερικές φορές πονάνε τόσο που δεν ξέρω τι να γράψω χωρίς να γίνω γραφική.
Το θέμα του Άλεξ. ΠΟ-ΝΟΣ. A-ΠΕΛ-ΠΙ-ΣΙ-Α. (Διαβάστε κι αυτό)
Δε θα πω ότι δεν το περίμενα όμως. Λίγο να παρακολουθούσες τα γεγονότα στην Αγγλία και στις ΗΠΑ, το έβλεπες ότι ήταν θέμα χρόνου να συμβεί κι εδώ κάτι τέτοιο. Η βία στα σχολεία: υπάρχει ίσως περισσότερο από παλιά, δεν ξέρω οι φίλοι/αγόρια μου λένε ότι πάντα πλακώνονταν στα διαλείμματα και ρίχνανε πέτρες και τρομοκρατούσαν τους μικρότερους.
Οι δάσκαλοι: εδώ ερχόμαστε στα δύσκολα. Προτού αρχίσετε να μιλάτε για το σινάφι μου να σας πω εγώ πρώτη. Το ξέρω ότι υπάρχουν τεμπέληδες, αδιάφοροι, ρατσιστές, στενόμυαλοι ανάμεσα μας. Η διαφορά μας είναι ότι εγώ νομίζω ότι υπάρχουν παντού όχι μόνο στο σχολείο. Και σίγουρα όχι μόνο στο Δημόσιο σχολείο όπως ίσως πιστεύει ο συνάδελφος Padrazo. (πολύ με στενοχώρησε αυτό το ποστ). Και δεν έχουμε πάει όλοι στο δημόσιο σχολείο για να αράξουμε(σε άλλο ποστ θα σας διηγηθώ πως έφτασα εκεί και γιατί) μερικοί μπορεί να πήγαμε από ρομαντισμό.
Δεν μπορώ να καταλάβω πως για ό,τι κακό γίνεται, φταίει το δημόσιο σχολείο και οι τεμπέληδες οι δάσκαλοι και για ό,τι καλό (παιδιά που αριστεύουν, που παίρνουν υποτροφίες, εφημερίδες που εκδίδονται) παίρνουν τα εύσημα οι δάσκαλοι του φροντιστηρίου.
Η τριτοβάθμια εκπαίδευση: είμαι λίγο αδιάβαστη και φοβάμαι ότι ο φίλος Αθήναιος θα με κάνει με τα κρεμμυδάκια όπως την πτωχή δικηγόρο και δε θα χορέψουμε κιόλας) :-). Ήταν μεγάλη έκπληξη πάντως που υποχώρησε έτσι η κυβέρνηση. Απορώ κιόλας που το να τελειώνεις τις σπουδές σου σε ένα εύλογο χρονικό διάστημα λέγεται εντατικοποίηση. Για το άσυλο και τις εταιρείες έχουν δίκιο νομίζω.
Ουφ τα έγραψα και ηρέμησα. Τώρα μπορώ να συνεχίσω το διάβασμα μου και να αρχίσω να ετοιμάζω τις βαλίτσες μου. Είμαι τόσο ενθουσιασμένη που θα μπορούσα να φτιάξω τα πράγματα μου από σήμερα και να κάθομαι πάνω στο σάκο μέχρι την επόμενη Πέμπτη. Η Μουτσούνα περιμένει.
Θέλω και να μιλήσω για το σχολείο γιατί τώρα τελευταία γίνονται ένα σωρό πράγματα που το αφορούν κι εγώ περί άλλα τυρβάζω. Δεν είναι ότι δε με απασχολούν αλλά μερικές φορές πονάνε τόσο που δεν ξέρω τι να γράψω χωρίς να γίνω γραφική.
Το θέμα του Άλεξ. ΠΟ-ΝΟΣ. A-ΠΕΛ-ΠΙ-ΣΙ-Α. (Διαβάστε κι αυτό)
Δε θα πω ότι δεν το περίμενα όμως. Λίγο να παρακολουθούσες τα γεγονότα στην Αγγλία και στις ΗΠΑ, το έβλεπες ότι ήταν θέμα χρόνου να συμβεί κι εδώ κάτι τέτοιο. Η βία στα σχολεία: υπάρχει ίσως περισσότερο από παλιά, δεν ξέρω οι φίλοι/αγόρια μου λένε ότι πάντα πλακώνονταν στα διαλείμματα και ρίχνανε πέτρες και τρομοκρατούσαν τους μικρότερους.
Οι δάσκαλοι: εδώ ερχόμαστε στα δύσκολα. Προτού αρχίσετε να μιλάτε για το σινάφι μου να σας πω εγώ πρώτη. Το ξέρω ότι υπάρχουν τεμπέληδες, αδιάφοροι, ρατσιστές, στενόμυαλοι ανάμεσα μας. Η διαφορά μας είναι ότι εγώ νομίζω ότι υπάρχουν παντού όχι μόνο στο σχολείο. Και σίγουρα όχι μόνο στο Δημόσιο σχολείο όπως ίσως πιστεύει ο συνάδελφος Padrazo. (πολύ με στενοχώρησε αυτό το ποστ). Και δεν έχουμε πάει όλοι στο δημόσιο σχολείο για να αράξουμε(σε άλλο ποστ θα σας διηγηθώ πως έφτασα εκεί και γιατί) μερικοί μπορεί να πήγαμε από ρομαντισμό.
Δεν μπορώ να καταλάβω πως για ό,τι κακό γίνεται, φταίει το δημόσιο σχολείο και οι τεμπέληδες οι δάσκαλοι και για ό,τι καλό (παιδιά που αριστεύουν, που παίρνουν υποτροφίες, εφημερίδες που εκδίδονται) παίρνουν τα εύσημα οι δάσκαλοι του φροντιστηρίου.
Η τριτοβάθμια εκπαίδευση: είμαι λίγο αδιάβαστη και φοβάμαι ότι ο φίλος Αθήναιος θα με κάνει με τα κρεμμυδάκια όπως την πτωχή δικηγόρο και δε θα χορέψουμε κιόλας) :-). Ήταν μεγάλη έκπληξη πάντως που υποχώρησε έτσι η κυβέρνηση. Απορώ κιόλας που το να τελειώνεις τις σπουδές σου σε ένα εύλογο χρονικό διάστημα λέγεται εντατικοποίηση. Για το άσυλο και τις εταιρείες έχουν δίκιο νομίζω.
Ουφ τα έγραψα και ηρέμησα. Τώρα μπορώ να συνεχίσω το διάβασμα μου και να αρχίσω να ετοιμάζω τις βαλίτσες μου. Είμαι τόσο ενθουσιασμένη που θα μπορούσα να φτιάξω τα πράγματα μου από σήμερα και να κάθομαι πάνω στο σάκο μέχρι την επόμενη Πέμπτη. Η Μουτσούνα περιμένει.
Thursday, June 08, 2006
Dear girls
Αυτή η διαφημιστική ιδέα της Ελβετίας που προτείνει στις/στους συζύγους των φιλάθλων να πάνε Ελβετία ενώ το έτερον ήμισυ είναι στο Μουντιάλ, εμένα με ενθουσίασε. Ακόμη και στην Ελβετία, την πιο αποστειρωμένη Ευρωπαϊκή χώρα θα πήγαινα για να αποφύγω αυτό τον εφιάλτη. Τέρμα τα ψέματα. Αύριο αρχίζει, και θα ξαναδώ τον άντρα μου στις 9 Ιουλίου. Άσε που και αυτά τα φιλικά την τελευταία εβδομάδα, στο λαιμό μου έχουν καθίσει.
Anyway, διάβασα τις οδηγίες προς ναυτιλλόμενους και κατάλαβα ότι πρέπει να εξαφανιστώ απ’το σπίτι.
Ευτυχώς μετά τις 22 την κάνω για Νάξο οπότε 13 μερούλες είναι αυτές, θα περάσουν…
Βέβαια θα μπορούσα να το δω κι αλλιώς το ζήτημα, και να πω «Φτου ξελευθερία…». Σωστό κι αυτό!
Anyway, διάβασα τις οδηγίες προς ναυτιλλόμενους και κατάλαβα ότι πρέπει να εξαφανιστώ απ’το σπίτι.
Ευτυχώς μετά τις 22 την κάνω για Νάξο οπότε 13 μερούλες είναι αυτές, θα περάσουν…
Βέβαια θα μπορούσα να το δω κι αλλιώς το ζήτημα, και να πω «Φτου ξελευθερία…». Σωστό κι αυτό!
Thursday, June 01, 2006
Philip Roth - The Plot against America
Ένα βιβλίο ιστορικής φαντασίας; Πως να το χαρακτηρίσω; Ο συγγραφέας δημιουργεί ένα μυθιστόρημα βασιζόμενος σε ένα φανταστικό σενάριο: Τι θα γινόταν αν στις Αμερικάνικες Προεδρικές εκλογές του 1940 (πραγματικό γεγονός) αντί να κερδίσει ο Ρούζβελτ κέρδιζε ο Τσαρλς Λίντμπεργκ (φανταστικό γεγονός); Ο Λίντμπεργκ γνωστός για τις αντισημιτικές και φιλοναζιστικές του απόψεις (πραγματικό γεγονός) στο βιβλίο παρουσιάζεται ως ο αδιαφιλονίκητος υποψήφιος των Ρεπουμπλικάνων που κερδίζει άνετα τις εκλογές (φανταστικό γεγονός)
Κι έτσι παίζοντας ανάμεσα στο φανταστικό και το πραγματικό χτίζει την ιστορία του ο Ροθ. Σε αυτήν την ιστορία ήρωες είναι η οικογένεια του ίδιου του συγγραφέα, που αφηγείται και την ιστορία χωρίς να χρησιμοποιεί κάποιο από τα alter ego του.
Χρησιμοποιώντας αυτό το τέχνασμα μιλάει για την Εβραϊκότητα, όπως σε όλα τα βιβλία του άλλωστε, αλλά αν κάνουμε μια αναγωγή στη σημερινή εποχή μπορούμε να πούμε ότι μιλάει για τη θρησκευτική διαφορετικότητα. Το ζήτημα της ταυτότητας το παλεύει πολύ ο Ροθ και δεν είναι ο τύπος που θα χαριστεί.
Ο οχτάχρονος Ροθ περιγράφει την οικογένεια του σε σχέση με την Εβραϊκότητα του. Μιλάει για κοινωνίες σε μεγάλο βαθμό διαχωρισμένες. Τα σχολεία έχουν κυρίως Εβραϊκό πληθυσμό, οι γειτονιές το ίδιο. Ο πατέρας του ήρωα αρνείται μια προαγωγή που θα βελτίωνε μεν τον τρόπο ζωής τους αλλά θα σήμαινε μετακόμιση σε περιοχή με χριστιανούς κυρίως δηλαδή υποβάθμιση της κοινωνικής τους ζωής.
Ταυτόχρονα όμως τονίζει και την Αμερικάνοτητα των ηρώων. Είναι δηλαδή Εβραίοι αλλά είναι πρωτίστως Αμερικάνοι. Δεν είναι άλλωστε και φανατικά θρησκευόμενοι, πάνε που και που στη συναγωγή. Ο πατριωτισμός τους όμως είναι αδιαμφισβήτητος. Δε γνωρίζουν άλλη πατρίδα άλλωστε, εκεί γεννήθηκαν οι γονείς και τα παιδιά κάποιοι παππούδες εμιγκρεδες έχουν ήδη πεθάνει. Κάτι τύποι που κάνουν έρανο για την ίδρυση του κράτους του Ισραήλ αντιμετωπίζονται ως γραφικοί, είμαστε στο 1940 άλλωστε.
Θαυμάζουν το Ρούζβελτ και είναι πολιτικοποιημένοι, διαβάζουν εφημερίδες και παρακολουθούν τις εξελίξεις στην Ευρώπη ο πατέρας είναι ένας Εβραίος που δε μασάει τα λόγια του (loudmouth Jew).
Σιγά σιγά λοιπόν μας βάζει σε ένα κόσμο που ο Δημοκρατικός Ρούζβελτ χάνει έδαφος. Ο Ρούζβελτ υποστηρίζει την Αγγλία και χαρακτηρίζεται από τους Ρεπουμπλικάνους ως πολεμοκάπηλος. Ο μέσος Αμερικάνός δε θέλει να εμπλακεί, τι δουλειά έχει σε αυτόν τον Ευρωπαϊκό πόλεμο
Ο δε Λίντμπεργκ είναι ένας φανταχτερός πρόεδρος, αγαπητός και δημοφιλής, επικοινωνιακός θα λέγαμε σήμερα. Με διάφορα τρικ και κυρίως χρησιμοποιώντας την αεροπορική του δεινότητα (αναφέρεται στο γνωστό Λίντμπεργκ που πρώτος διέσχισε τον Ατλαντικό με το αεροπλάνο του) βρίσκεται κοντά στον Αμερικάνικο λαό. Υποβόσκει και μια σύγκριση με το Ρούζβελτ που ήταν ανάπηρος και πήγαινε όπου μπορούσε με το καροτσάκι.
Τώρα που ξεκίνησα να γράφω συνειδητοποιώ τις ομοιότητες με τη σημερινή εποχή.
Οι Εβραίοι ήρωες είναι ιδιαίτερα ευαίσθητοι στις διακρίσεις εις βάρος τους ενώ οι υπόλοιποι «αυθεντικοί» Αμερικάνοι τους λένε: «Έλα, μωρέ, δεν έγινε τίποτε, μην είσαι τόσο ψείρας, τόσο σχολαστικός βρε παιδάκι μου». Μήπως σας θυμίζει κάτι; Κάποιοι δημοσιόγράφοι βλέπουν την κατάσταση και υποψιάζονται πού θα οδηγήσει. Λοιδορούνται όμως και στο βιβλίο δολοφονούνται κιόλας.
Νομίζω λοιπόν ότι το βιβλίο δημιουργώντας αυτή τη φανταστική κατάσταση θέλει να κάνει ένα σχόλιο για το σήμερα. Μπορεί ο Εβραϊσμός να μην υποφέρει τόσο στις ΗΠΑ πια αλλά για να σκεφτούμε τί γίνεται αλλού. Ακόμη κι εδώ στη χώρα μας είναι τόσο συνηθισμένες οι θεωρίες συνωμοσίας σύμφωνα με τις οποίες οι Εβραίοι φταίνε για όλα τα κακά της μοίρας μας, που πια δεν τους δίνουμε σημασία, δυστυχώς. Αλλά και άλλες θρησκείες κυνηγούνται και αντιμετωπίζονται ρατσιστικά.
Άλλο θέμα που θίγει είναι οι δημοφιλείς πολιτικοί και πως αυτοί προωθούνται από τα ΜΜΕ βασιζόμενοι στο επικοινωνιακό τους προφίλ.
Οι χαρακτήρες είναι ωραία χτισμένοι από τον ανήσυχο πατέρα και το μικρό Φίλιπ ως τους περιφεριακούς όπως οι πουλημένοι θρησκευτικοί αρχηγοί, ο ανηψιός που φεύγει να πολεμήσει, η γειτόνισσα που διώκεται άδικα και άλλους πολλούς.
Πολύ ενδιαφέρον το θέμα λοιπόν βαθιά πολιτικό όπως και όλα τα βιβλία του Ροθ. Το γράψιμο όμως με κούρασε, το ομολογώ. Όταν το πρωτοάρχισα κουβάντιαζα με κάτι φίλους και τους ανέφερα ότι διαβάζω το Ροθ. «Α, πα, πα, δεν τον αντέχω, πολύ φλύαρος βρε απιδί μου», αναφώνησε ο Τάσος. Σας συμβαίνει κι εσάς αυτό, να ακούτε μια αλήθεια από άτομα που δεν το περιμένετε; Πράγματι σε αυτό το βιβλίο ο Ροθ φλυαρεί. Οι λεπτομερείς περιγραφές των γραμματοσήμων του μικρού Ροθ τραβάνε σε μάκρος πιστεύω. Σε βάζουν σε μια ατμόσφαιρα βέβαια. Δεν ξέρω αν θα είχε καταφέρει αλλιώς να με βάλει στο σύμπαν της οικογένειας, να ξυπνάω κι εγώ στο μιρκό Νεοϋορκέζικο διαμέρισμα τους, να σκέφτομαι τι γεύση να έχουν τα φαγητά τους και να βιώνω την τρελλή αγωνία της μάνας προς το τέλος.
Κάτι άλλο που καταφέρνει είναι ότι ακόμη και τα επιχειρήματα των ανυποψίαστων Εβραίων ακούγονται πειστικά, θέλει σκέψη για να τα αντικρούσεις.
Δυο μήνες ζούσα στο Νιουαρκ με τους Ροθ και ώρες ώρες σιχτίριζα την ώρα και τη στιγμή που τους γνώρισα. Τώρα που τους άφησα στην τύχη τους, μου λείπουν.
Τώρα θέλω να διαβάσω και τον «Καθηγητή του Πόθου» που μου πάει καλύτερα σαν θέμα! Περισσότερα για τον Ρόθ, τα βραβεία και τη ζωή του γενικά εδώ και εδώ.
Κι έτσι παίζοντας ανάμεσα στο φανταστικό και το πραγματικό χτίζει την ιστορία του ο Ροθ. Σε αυτήν την ιστορία ήρωες είναι η οικογένεια του ίδιου του συγγραφέα, που αφηγείται και την ιστορία χωρίς να χρησιμοποιεί κάποιο από τα alter ego του.
Χρησιμοποιώντας αυτό το τέχνασμα μιλάει για την Εβραϊκότητα, όπως σε όλα τα βιβλία του άλλωστε, αλλά αν κάνουμε μια αναγωγή στη σημερινή εποχή μπορούμε να πούμε ότι μιλάει για τη θρησκευτική διαφορετικότητα. Το ζήτημα της ταυτότητας το παλεύει πολύ ο Ροθ και δεν είναι ο τύπος που θα χαριστεί.
Ο οχτάχρονος Ροθ περιγράφει την οικογένεια του σε σχέση με την Εβραϊκότητα του. Μιλάει για κοινωνίες σε μεγάλο βαθμό διαχωρισμένες. Τα σχολεία έχουν κυρίως Εβραϊκό πληθυσμό, οι γειτονιές το ίδιο. Ο πατέρας του ήρωα αρνείται μια προαγωγή που θα βελτίωνε μεν τον τρόπο ζωής τους αλλά θα σήμαινε μετακόμιση σε περιοχή με χριστιανούς κυρίως δηλαδή υποβάθμιση της κοινωνικής τους ζωής.
Ταυτόχρονα όμως τονίζει και την Αμερικάνοτητα των ηρώων. Είναι δηλαδή Εβραίοι αλλά είναι πρωτίστως Αμερικάνοι. Δεν είναι άλλωστε και φανατικά θρησκευόμενοι, πάνε που και που στη συναγωγή. Ο πατριωτισμός τους όμως είναι αδιαμφισβήτητος. Δε γνωρίζουν άλλη πατρίδα άλλωστε, εκεί γεννήθηκαν οι γονείς και τα παιδιά κάποιοι παππούδες εμιγκρεδες έχουν ήδη πεθάνει. Κάτι τύποι που κάνουν έρανο για την ίδρυση του κράτους του Ισραήλ αντιμετωπίζονται ως γραφικοί, είμαστε στο 1940 άλλωστε.
Θαυμάζουν το Ρούζβελτ και είναι πολιτικοποιημένοι, διαβάζουν εφημερίδες και παρακολουθούν τις εξελίξεις στην Ευρώπη ο πατέρας είναι ένας Εβραίος που δε μασάει τα λόγια του (loudmouth Jew).
Σιγά σιγά λοιπόν μας βάζει σε ένα κόσμο που ο Δημοκρατικός Ρούζβελτ χάνει έδαφος. Ο Ρούζβελτ υποστηρίζει την Αγγλία και χαρακτηρίζεται από τους Ρεπουμπλικάνους ως πολεμοκάπηλος. Ο μέσος Αμερικάνός δε θέλει να εμπλακεί, τι δουλειά έχει σε αυτόν τον Ευρωπαϊκό πόλεμο
Ο δε Λίντμπεργκ είναι ένας φανταχτερός πρόεδρος, αγαπητός και δημοφιλής, επικοινωνιακός θα λέγαμε σήμερα. Με διάφορα τρικ και κυρίως χρησιμοποιώντας την αεροπορική του δεινότητα (αναφέρεται στο γνωστό Λίντμπεργκ που πρώτος διέσχισε τον Ατλαντικό με το αεροπλάνο του) βρίσκεται κοντά στον Αμερικάνικο λαό. Υποβόσκει και μια σύγκριση με το Ρούζβελτ που ήταν ανάπηρος και πήγαινε όπου μπορούσε με το καροτσάκι.
Τώρα που ξεκίνησα να γράφω συνειδητοποιώ τις ομοιότητες με τη σημερινή εποχή.
Οι Εβραίοι ήρωες είναι ιδιαίτερα ευαίσθητοι στις διακρίσεις εις βάρος τους ενώ οι υπόλοιποι «αυθεντικοί» Αμερικάνοι τους λένε: «Έλα, μωρέ, δεν έγινε τίποτε, μην είσαι τόσο ψείρας, τόσο σχολαστικός βρε παιδάκι μου». Μήπως σας θυμίζει κάτι; Κάποιοι δημοσιόγράφοι βλέπουν την κατάσταση και υποψιάζονται πού θα οδηγήσει. Λοιδορούνται όμως και στο βιβλίο δολοφονούνται κιόλας.
Νομίζω λοιπόν ότι το βιβλίο δημιουργώντας αυτή τη φανταστική κατάσταση θέλει να κάνει ένα σχόλιο για το σήμερα. Μπορεί ο Εβραϊσμός να μην υποφέρει τόσο στις ΗΠΑ πια αλλά για να σκεφτούμε τί γίνεται αλλού. Ακόμη κι εδώ στη χώρα μας είναι τόσο συνηθισμένες οι θεωρίες συνωμοσίας σύμφωνα με τις οποίες οι Εβραίοι φταίνε για όλα τα κακά της μοίρας μας, που πια δεν τους δίνουμε σημασία, δυστυχώς. Αλλά και άλλες θρησκείες κυνηγούνται και αντιμετωπίζονται ρατσιστικά.
Άλλο θέμα που θίγει είναι οι δημοφιλείς πολιτικοί και πως αυτοί προωθούνται από τα ΜΜΕ βασιζόμενοι στο επικοινωνιακό τους προφίλ.
Οι χαρακτήρες είναι ωραία χτισμένοι από τον ανήσυχο πατέρα και το μικρό Φίλιπ ως τους περιφεριακούς όπως οι πουλημένοι θρησκευτικοί αρχηγοί, ο ανηψιός που φεύγει να πολεμήσει, η γειτόνισσα που διώκεται άδικα και άλλους πολλούς.
Πολύ ενδιαφέρον το θέμα λοιπόν βαθιά πολιτικό όπως και όλα τα βιβλία του Ροθ. Το γράψιμο όμως με κούρασε, το ομολογώ. Όταν το πρωτοάρχισα κουβάντιαζα με κάτι φίλους και τους ανέφερα ότι διαβάζω το Ροθ. «Α, πα, πα, δεν τον αντέχω, πολύ φλύαρος βρε απιδί μου», αναφώνησε ο Τάσος. Σας συμβαίνει κι εσάς αυτό, να ακούτε μια αλήθεια από άτομα που δεν το περιμένετε; Πράγματι σε αυτό το βιβλίο ο Ροθ φλυαρεί. Οι λεπτομερείς περιγραφές των γραμματοσήμων του μικρού Ροθ τραβάνε σε μάκρος πιστεύω. Σε βάζουν σε μια ατμόσφαιρα βέβαια. Δεν ξέρω αν θα είχε καταφέρει αλλιώς να με βάλει στο σύμπαν της οικογένειας, να ξυπνάω κι εγώ στο μιρκό Νεοϋορκέζικο διαμέρισμα τους, να σκέφτομαι τι γεύση να έχουν τα φαγητά τους και να βιώνω την τρελλή αγωνία της μάνας προς το τέλος.
Κάτι άλλο που καταφέρνει είναι ότι ακόμη και τα επιχειρήματα των ανυποψίαστων Εβραίων ακούγονται πειστικά, θέλει σκέψη για να τα αντικρούσεις.
Δυο μήνες ζούσα στο Νιουαρκ με τους Ροθ και ώρες ώρες σιχτίριζα την ώρα και τη στιγμή που τους γνώρισα. Τώρα που τους άφησα στην τύχη τους, μου λείπουν.
Τώρα θέλω να διαβάσω και τον «Καθηγητή του Πόθου» που μου πάει καλύτερα σαν θέμα! Περισσότερα για τον Ρόθ, τα βραβεία και τη ζωή του γενικά εδώ και εδώ.
Subscribe to:
Posts (Atom)