Monday, January 02, 2006

Γαλάτεια

Θέλω να γράψω για μια γυναίκα πολύ σημαντική για μένα. Τη γνώρισα όταν ήμουν περίπου πέντε χρονών, ήταν φίλη των γονιών μου. Ζούσε σε μια μικρή επαρχιακή πόλη αλλά ήταν από την Αθήνα. Αληθινή Αθηναία που έφυγε όμως. Είχε παντρευτεί κάποτε πολύ παλιά και είχε κάνει κι ένα παιδί, Μετά χώρισε και ο άντρας της πρέπει να ήταν τόσο κόπανος που το παιδί όταν μεγάλωσε άλλαξε το όνομα του και πήρε της μητέρας του. Αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία.
Η κα Γ πάντως ήταν μια εντελώς αντισυμβατική φιγούρα. Είχε ένα κατάστημα με είδη λαϊκής τέχνη και κοσμήματα, που για μένα ήταν σαν τη σπηλιά του Αλλαντίν. Αυτό το μικρό μαγαζάκι είχε όλα τα κιτς αντικείμενα για τουρίστες που διασχίζουν μια μικρή παραλιακή πόλη όπως τσαρούχια, κούπες, πιατάκια, κοχύλια μεγάλα και μικρά, σφουγγάρια, καθρέφτες, φωτιστικά με αχιβάδες, βάζα και βαζάκια, σανδάλια, you get the picture. Αλλά είχε και τρομερά ασημένια κοσμήματα, σκουλαρίκια, κρεμαστά , καρφίτσες, πράγματα που με θάμπωναν όσο ήμουν μικρή αλλά και καθώς μεγάλωνα. Από τότε έχω ένα κόλλημα με τα σκουλαρίκια και νομίζω ότι είμαι γυμνή αν δεν φοράω. Είχε και τρομερά κακόγουστα πράγματα βέβαια γιατί η κα Γ. εκτός από μια μορφωμένη και καλόγουστη κυρία ήταν και έμπορος και κάπως έπρεπε να ζήσει. Τότε ήταν η εποχή πριν τον πόλεμο της Γιουγκοσλαβίας και έρχονταν πολλοί κεντρο-ευρωπαίοι οδικώς. Σταματούσαν στη μικρή μας πόλη και της έδιναν ζωή και χρήμα.
Η κα Γ. είχε σπουδάσει μουσική, είχε διδάξει κιόλας σε Ωδεία στην Αθήνα. Αλλά τα είχε παρατήσει όταν έφυγε. Εμένα ήταν ο φόβος και ο τρόμος μου. Τότε είχα αρχίσει να μαθαίνω κιθάρα, (φαεινής ιδέα του μπαμπά μου που πίστευε σε rounded education). Όποτε πήγαινα στο μαγαζί της για να ακούσει τις ασκήσεις σολφέζ, άκουγα τον εξάψαλμο και μετά έπαιρνε τηλέφωνο το μπαμπά μου και του έλεγε, «Να το σταματήσεις το παιδί, είναι φάλτσο, είναι ανεπίδεκτο, είναι άμουσο.» Αλλά ο μπαμπάς μου, εκεί, δεν τη άκουγε την αγία αυτή γυναίκα, θα είχαμε γλιτώσει 13 χρόνια μαθημάτων. Αλλά με έκανε και πιο σκληρή. Χρόνια αργότερα όταν ήμουνα στη Β Λυκείου, είχαμε φύγει πια από εκείνη την πόλη αλλά πηγαίναμε που και που για Χριστούγεννα, της έπαιξα κάτι που είχα μάθει καλά. Η κα Γ. είχε μαλακώσει με τα χρόνια, εγώ είχα μάθει πια μερικά πράγματα, και είπε «Έμαθες τελικά, πραγματικά δεν το περίμενα»! Νομίζω ότι μετά από αυτό το κομπλιμέντο, ικανοποιήθηκα τόσο που παράτησα την κιθάρα. Την ξαναέπιασα φέτος, 12 χρόνια μετά για να παίξω στη γιορτή του σχολείου Χριστουγεννιάτικα τραγούδια.

Τώρα που είναι Χριστούγεννα τη θυμάμαι πολύ έντονα. Οργάνωνε τρομερές Χριστουγεννιάτικες γιορτές, μαγικές. Μία τη θυμάμαι τόσο καθαρά και με τόση γλύκα σαν να έγινε πέρσι. Είχαμε πάει στο σπίτι της με τους βαθιούς καναπέδες, το πιάνο και ένα σωρό αντικείμενα από ταξίδια στο εξωτερικό. Τότε ζούσε και ο πατέρας της ακόμη, άλλη εξωτική φιγούρα για μένα, ζωγράφος. Η τραπεζαρία ήταν κλειστή για μας, γιατί ήθελε να τα ετοιμάσει όλα και μετά να τα δούμε. Όταν επιτέλους άνοιξαν τα φύλλα της πόρτας ήταν μια μαγεία, ένα παραμύθι. Γαλοπούλα, με γέμιση, και κάστανα, στο κέντρο, διάφορα άλλα παράξενα φαγητά γύρω γύρω, σερβίτσια πορσελάνινα, και ψηλά ποτήρια του κρασιού, η Χριστουγεννιάτικη διακόσμηση, μουσική και δώρα στο πιάτο του καθενός. Ο αδερφός μου κι εγώ θα ήμασταν τότε 4 και 6 χρονών αντίστοιχα. Εκείνη δεν τα πήγαινε και πολύ καλά με τα μικρά, μας φέρονταν σαν να ήμασταν μεγάλοι και απαιτούσε ανάλογη συμπεριφορά από εμάς. Όχι γκρίνιες, δεν τρώω αυτό, δε μου αρέσει εκείνο! Αλλά επειδή τη φοβόμαστε λίγο, φερόμασταν όσο καλύτερα μπορούσαμε. Τα δώρα που μας έκανε ήταν παράξενα, καμιά σχέση με Barbie και Nintendo. Μας χάριζε βραχιολάκια, παιχνίδια από άλλες χώρες, μεγάλα κοχύλια για να ακούμε τη θάλασσα, επιτραπέζια, σκουφιά για τα χιόνια, στολίδια για το δέντρο και άλλα τέτοια. Η γιορτή γινόταν την παραμονή και όταν πια εμείς τα μικρά είχαμε κουραστεί παίρναμε κι ένα υπνάκο σε κάτι καναπέδες με φλοκάτες.
Το φαγητό γενικά ήταν κεντρικό στη ζωή αυτής της γυναίκας και φαινόταν στην εμφάνιση της. Κοντούλα και χοντρούλα δεν έχανε όμως και την τάση της να περιποιείται τον εαυτό της, να βάφει μέχρι τέλους τα μαλλιά της και να φοράει μεγάλα κολιέ που καμιά φορά σκέπαζαν τους λεκέδες από λαδιές στη μπλούζα της.
Η ασύγκριτη κα Γ. σόκαρε και με άλλους τρόπους τη μικρή κοινωνία αφού συζούσε εδώ και χρόνια με το συνεταίρο της στο μαγαζί. Εκείνος πολύ νεώτερος της ψηλός και αδύνατος, ένας απλός άνθρωπος που γνωρίστηκε με τη Γ. και έμεινε κοντά της μέχρι τέλους, χωρίς δεσμεύσεις και τυπικά.
Τότε όλα μου φαίνονταν μυστηριώδη, τώρα καταλαβαίνω τι γεμάτη ζωή έζησε και πόσο επηρέασε κι έμενα. Μακάρι κι εγώ να βρω το θάρρος να ζω έτσι παλικαρίσια, σαν Γυναίκα με γάμα κεφαλαίο!

Καλή χρονιά σε όλους, κι ένα cheesy μήνυμα που έλαβα: Ευτυχισμένο το 200sexy. Αμήν!