Monday, December 26, 2005

Η Μέθοδος Της Ορλεάνης

Δεύτερη μέρα Χριστουγέννων και με βρίσκει να διαβάζω «Τη Μέθοδο της Ορλεάνης» της Ευγενίας Φακίνου. Το ξεκίνησα το πρωί και το τέλειωσα το βραδάκι. Είναι ένα βιβλίο που κυλάει γάργαρο μέσα σου, ειδικά σε μένα που έψαχνα καιρό για ένα καλό διαβαστερό βιβλίο. Έλεγα ότι έφταιγα εγώ που δε διάβαζα όπως πριν ότι κάτι μου είχε συμβεί αλλά τελικά μάλλον ήταν τα βιβλία που διάλεγα. Αυτό λοιπόν είναι ένα διαμαντάκι κι ευχαριστώ την Όλγα που μου το χάρισε. Με τον καφέ στο χέρι λοιπόν το ξεκινάω και βυθίζομαι στο μαγικό σύμπαν της Φακίνου που φέρνει στο νου την Αστραδενή και τη Μεγάλη Πράσινη. Κι ας είναι αυτό μια ιστορία άλλης εποχής. Είναι το μαγικό και ο θάνατος και όλα αυτά τόσο φυσιολογικά που δεν σου φαίνονται παραμύθι. Είναι και το παραμύθι με κόρες ξανθές από Βόρειες Χώρες με ορφανά και κομμένα κεφάλια που επιπλέουν στο νερό. Είναι ο έρωτας που δε ζήσαμε ακόμη, γυναίκες αιώνια παρθένες και ο μεγάλος έρωτας που δεν πεθαίνει ποτέ.
Είναι όλα σα μια σούπα μυρωδική και νόστιμη και πάνω απ’όλα χορταστική ιδανική για ένα πρωί Χριστουγέννων που αλλιώς θα ήταν όπως όλα τα πρωινά. Κάνω μια στάση να φτιάξω μια πίτα για το μεσημεριανό, όπως και οι γυναίκες του βιβλίου και μετά συνεχίζω. Υπογραμμίζω τα λόγια που μου αρέσουν.

Οι Άντρες λοιπόν: Δε μιλάνε πολύ, λένε μια κουβέντα και πρέπει να καταλάβεις πέντε, τιμωρούνε άδικα και κρατάνε κακία για πάντα. Αλλά αγαπάνε για πάντα μερικές φορές. Έπειτα ποιος είπε ότι χρειάζονται πάντα τα λόγια: « Η αγάπη μπορεί να είναι και σιωπηλή, να μη χρειάζεται λόγια».

Οι Γυναίκες είναι αδυσώπητες σκληρές αλλά και γεμάτες ιστορίες, μαγειρεύουν, σιδερώνουν, ράβουν, φροντίζουν τα καθημερινά και τα σημαντικά, προσαρμόζονται σε νέες πατρίδες και αγαπάνε μια φορά και για πάντα. Για την αγάπη τους αψηφούν το γονιό τους, τις τάξεις, την κοινωνία, την πατρίδα.
Όλη η ιστορία περιστρέφεται γύρω από τους γυναικείους χαρακτήρες και ορίζεται μέσα από τις καθημερινές μικροδουλειές. Αυτές δείχνουν και το πέρασμα των εποχών. Η ιστορία κυλάει χωρίς να ξέρουμε ακριβώς πότε ή που. Γύρω στα μισά του βιβλίου έχουμε μια συγκεκριμένη χρονική αναφορά (τους Βαλκανικούς Πολέμους) και αργότερα τη Μικρασιατική Καταστροφή και τον ερχομό των προσφύγων. Για τον τόπο ξέρουμε μόνο ότι είναι στο νότο.
Οι γυναίκες κάνουν τις δουλειές του σπιτιού και σε αυτό νιώθεις ότι λίγα έχουν αλλάξει. Μήπως ακόμη και τώρα οι γυναίκες δεν κάνουν αυτά τα μικρά καθημερινά που είναι αόρατα στους άντρες αλλά τόσο σημαντικά. Οι γυναίκες δε φροντίζουν για τα ρούχα, για τα γιατροσόφια, για την απασχόληση των παιδιών, για την εκπαίδευση τους μέσα απ’τις ιστορίες;
Η φιλία ανάμεσα στις γυναίκες επίσης έχει σημαντική θέση στο βιβλίο. Οι γυναίκες χάνουν την ταυτότητα τους όταν παντρεύονται γίνονται η γυναίκα κάποιου η μάνα, η γιαγιά. Μόνο για τις φίλες τους παραμένουν η Παρασκευούλα, η Σεβαστή, η Μαρία η Δόμνα και η Άννα, η Όλγα, η Λαμπρινή, η Στέλλα, θα πρόσθετα εγώ.

Απ’το πρωί αναστενάζω διαβάζοντας αυτό το βιβλίο. Είναι αλήθεια ότι ένα βιβλίο μας συνεπαίρνει όταν βρίσκουμε κάτι απ’τον εαυτό μας σ’αυτό. Έτσι κι εγώ πρέπει να ξυπνήσω όπως η Αρέθα, να μη φοβάμαι να πονέσω, είναι ωραίο παιχνίδι αλλά επικίνδυνο να ζεις μια φαντασίωση. «…διότι οι συνεχείς αποδράσεις από την πραγματικότητα το μόνο που κάνουν είναι να σε αποξενώνουν από τα γήινα. Δε λύνουν τα προβλήματα». Άλλωστε «οι έρωτες οι ανεκπλήρωτοι, οι ανολοκλήρωτοι, οι φανταστικοί μάς καταδιώκουν διαρκώς και βρίσκουν πάντα τον τρόπο να παίρνουν εκδίκηση».

1 comment:

Anonymous said...

Πραγματικά σαγηνευτικό το βιβλίο αυτό της Ευγενίας Φακίνου - πρέπει να ήμουν 15 όταν το διάβασα και θυμάμαι μου έκανε φοβερή εντύπωση. Η απλότητα που κρύβει είναι αναμφίβολα μοναδική.
" Είναι αλήθεια ότι ένα βιβλίο μας συνεπαίρνει όταν βρίσκουμε κάτι απ’τον εαυτό μας σ’αυτό" - γι'αυτό άλλωστε κάποια βιβλία μας αρέσουν κι άλλα όχι τόσο!
=)